Όταν η Άγκελα Μέρκελ εξελέγη αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, η Γερμανία είχε σχεδόν 2 τρις ΑΕΠ και πάλευε να συμμορφωθεί με τους όρους του συμφώνου σταθερότητας. Από το 2005, η σημερινή Καγκελάριος ηγείται μιας χώρας, της οποίας το ΑΕΠ σήμερα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 3.6 τρις. Μετά από 16 χρόνια όμως, η Γερμανία θα πρέπει να μάθει να ζει δίχως τη Μέρκελ. Η άρνηση της να διεκδικήσει μια πέμπτη θητεία, δημιουργεί κενό εξουσίας. Όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη.
Διάδοχος της στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών και υποψήφιος για την Καγκελαρία είναι ο 60χρονος επικεφαλής του κρατιδίου της Β.Ρηνανίας-Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ. Γιος ανθρακωρύχου, με χαμηλό προφίλ, ο Λάσετ έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τη βαριά σκιά της Μέρκελ και την έλλειψη προσωπικής δημοφιλίας, την άνοδο των Πρασίνων, που στις δημοσκοπήσεις καταγράφονται ως δεύτερο κόμμα.
Η πολιτική μονοτονία, που εξέλιξε σε δόγμα, η απερχόμενη Καγκελάριος φέρεται από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να απειλείται από την άνοδο των Πρασίνων, που διεκδικούν να εκφράσουν στις κάλπες την «αλλαγή». Με μια πραγματιστική ατζέντα, εκμεταλλεύονται την κατάρρευση της παραδοσιακής σοδιαλδημοκρατίας, διεκδικώντας κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, χωρίς ιδεοληπτικές αγκυλώσεις. Οι Γερμανοί Πράσινοι, για παράδειγμα, στηρίζουν τη διατλαντική συνεργασία και το ΝΑΤΟ, απαιτώντας σκληρότερη στάση της χώρας απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα ιδιαίτερα για τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κλιματικών πολιτικών. Πιθανή εκλογική επιτυχία τους, θα φέρει στο προσκήνιο τη 40χρονη Ανναλένα Μπέρμποκ, η οποία δεν έχει καμία προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία. Έρχεται ωστόσο με τη φόρα της ανανέωσης, της αντισυστημικής ψήφου και τη στήριξη της φιλελεύθερης και περιβαλλοντικά ευαίσθητης γερμανικής μεσαίας τάξης. Είτε λοιπόν ως βασικός εταίρος σε ένα συνασπισμό με την κεντροδεξιά, είτε ως νικητής και επικεφαλής μιας τριπλής συνεννόησης με Σοσιαλιστές και την Αριστερά, είναι δεδομένο πως θα προκληθούν σημαντικές αλλαγές στη γερμανική διπλωματία. Τι σημαίνει αυτό σε διεθνές επίπεδο; Πως η εμπορική διάσταση της εξωτερικής πολιτικής που ανήγαγε σε τέχνη η Α.Μέρκελ προσφέροντας ανοχή σε πολιτικούς όπως ο Ερντογάν, ίσως τεθεί υπό αναθεώρηση.
Η Γερμανία όμως, χάρη στην οικονομική της ανάπτυξη και την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το 2021 κρατά και τα ηνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας να δοκιμάζει το διεθνές σύστημα και τις πιέσεις για στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πληθαίνουν, δε θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κανείς πως ο επόμενος Πρωθυπουργός της Γερμανίας ίσως έχει αντιμετωπίσει σημαντικότερες προκλήσεις εκτός των συνόρων, παρά εντός, έχοντας να αποδείξει πως μπορεί να αποτελέσει ένα εξίσου σημαντικό και ικανό πόλο ισχύος. Αδιαμφισβήτητα, η Α.Μέρκελ αποτέλεσε μια σταθερά για τον προσανατολισμό της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία, που σε κρίσιμες στιγμές όπως η οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό και η διαχείριση της πανδημίας κράτησε το μπλοκ ενωμένο. Το μεγάλο ρίσκο συνεπώς από τις επόμενες γερμανικές εκλογές, δεν είναι μόνο η απειρία του Λάσετ ή της Μπέρμποκ, αλλά κυρίως το εάν ο επόμενος Γερμανός ηγέτης θα μπορέσει με το ίδιο σθένος να διατηρήσει τις ισορροπίες στις Βρυξέλλες.