Κλιματικός ανταγωνισμός.

Την προηγούμενη βδομάδα, o Πρόεδρος των ΗΠΑ, σε μια φιλόδοξη κίνηση, ανακοίνωσε πως η χώρα του θα μειώσει έως και 52% τις εκπομπές αερίων (με βάση τα επίπεδα του 2005) έως το 2030. Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιστοιχούν πολύ περισσότερα ορυκτά καύσιμα ανά άτομο, από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, με την Κίνα να κλείνει ταχύτατα την ψαλίδα, αποτελώντας το μεγαλύτερο ρυπαντή παγκοσμίως σε αέρια του θερμοκηπίου. 

Δέσμευση του Πεκίνου είναι πως οι εκπομπές θα κορυφωθούν το 2030, ώστε να αρχίσουν να μειώνονται με στόχο το 2060,  η χώρα να είναι κλιματικά ουδέτερη. Όμως, πριν το 2030 δεν έχει σκοπό να σηκώσει το πόδι από το γκάζι της εκβιομηχάνισης, παρά τις μεγάλες προσπάθειες για ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης και το ευρύ σχεδιασμό για αναδασώσεις. ΗΠΑ, Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνες σήμερα για περίπου 40% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων. Το γεγονός αυτό τους δίνει κυριαρχικό ρόλο στην εξέλιξη των κλιματικών πολιτικών, οι οποίες εξελίσσονται σταδιακά σε ένα ακόμα πεδίο διεθνούς αντιπαράθεσης.

Με δεδομένη τη συνέπεια με την οποία η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής, το Πεκίνο θεωρεί πως οι πολιτικές πρωτοβουλίες για το Κλίμα αποτελούν ένα ακόμα ζήτημα, το οποίο θα μπορούσε να διαβρώσει τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ενόψει της Διάσκεψης της Γλασκώβης (COP-26) το Νοέμβριο, ο Πρόεδρος Ξι , χρησιμοποίησε το βήμα των ενωμένων Εθνών για ανακοινώσει το νέο φιλόδοξο σχέδιο της χώρας του για μειώσεις των εκπομπών, σε μία ένδειξη – πίστης στον πολυμερισμό του διεθνούς συστήματος, αλλά κυρίως διεθνούς γοητείας μέσα από ήπια ισχύ. Η εκλογή Biden ωστόσο, ανέτρεψε κάπως το σχεδιασμό, αλλά όχι σε απόλυτο βαθμό, καθώς οι πολιτικές για το Κλίμα παραμένουν για τις ΗΠΑ ένα πεδίο ευρείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Στον αντίποδα, έχοντας την πλέον συνεπή και ηγετική προσέγγιση στο πεδίο των κλιματικών πολιτικών, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να παίξει ένα διπλό ρόλο. Από τη μία του ηγέτη στο σχεδιασμό πολιτικών μετριασμού με στόχο να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη παγκόσμια κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, και από την άλλη, του διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, προκειμένου οι πολιτικές για την Κλιματική Αλλαγή να μείνουν όσο το δυνατόν ανεπηρέαστες από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας. Εάν αντιμετωπίσει κανείς την εξέλιξη αυτή ρεαλιστικά, οι Βρυξέλλες έχουν μπροστά τους μια γεωπολιτική ευκαιρία, την οποία η ευρωπαϊκή διπλωματία δεν πρέπει να αφήσει να πάει χαμένη, ιδιαίτερα ενόψει του σχεδιασμού για ανακοίνωση των Ιούνιο, νέων πιο φιλόδοξων στόχων για περικοπές εκπομπών αερίων κατά 55%. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι ένα σχέδιο που οικονομικά θα κοστίσει, ωστόσο μπορεί να προσφέρει στην ένωση των 27 τον κρίσιμο ρόλο σε διεθνές επίπεδο, που διακαώς το μπλοκ επιθυμεί. Ιδιαίτερα δε, σε ένα πεδίο που τα επόμενα χρόνια θα έχει άμεσο αντίκτυπο, όχι μόνο στις διεθνείς σχέσεις, αλλά και στις ζωές δισεκατομμυρίων πολιτών αυτού του κόσμου.