Η ενεργητική εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση και οι ταχείες αντιδράσεις του Υπ.Εξωτερικών δεν έχουν προηγούμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Μιλώντας όμως στη Βουλή, ο κ.Δένδιας αναρωτήθηκε με αφορμή τις χαλαρές κυρώσεις της Ε.Ε. προς την Τουρκία «ποιου οπλικού συστήματος το εξαγωγικό αποτύπωμα υπερβαίνει το αποτύπωμα της προάσπισης του Διεθνούς Δικαίου». Το ερώτημα του Έλληνα Υπουργού ήταν σαφές ως προς τους αποδέκτες του, πλην όμως δε μπορεί παρά να ήταν ρητορικό.
Είναι μάταιο να ζητά κανείς περισσότερα από μια Ευρώπη που αρνείται πεισματικά εδώ και μια εικοσαετία να προχωρήσει σε πολιτική εμβάθυνση. Σήμερα, με τη δημόσια διπλωματία να φτάνει σε κάθε κινητό τηλέφωνο, πατριωτισμός είναι να εξηγεί κανείς απροκατάληπτα στους πολίτες το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις. Πρέπει να τελειώνουμε με τις ψευδαισθήσεις.
Η πραγματικότητα είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση ποτέ δε δεσμεύτηκε σε βάθος για κοινή εξωτερική διάσταση. Ουδέποτε συνομολογήθηκε να υποκαταστήσει το ΝΑΤΟ ή τις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες μπορεί να παρέδωσαν αρκετές από τις εξουσίες τους στις Βρυξέλλες, όμως ποτέ δεν εκχώρησαν την εξωτερική τους πολιτική στα συλλογικά όργανα. Τα κουφάρια από τις προσπάθειες για το Ευρωσύνταγμα ή τον Ευρωστρατό στέκουν εκεί να μας το υπενθυμίζουν. Ακόμα και το άρθρο 42 της Συνθήκης της Ε.Ε. για την περίπτωση που ένα κράτος – μέλος δεχθεί επίθεση από τρίτη χώρα αποτελεί μεν μια σαφή αναφορά, αλλά δίχως το αναγκαίο και αυτόνομο στρατηγικό μηχανισμό που θα λειτουργήσει ανεξάρτητα από την προθυμία των 27 ηγετών.
Η Ευρώπη βιώνει τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης στην ιστορία της, διότι το ευρωπαϊκό όραμα περνά μέσα από την οικονομία και τους ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς. Γι’ αυτό εξαλείφθηκε ο πόλεμος από τη γηραιά ήπειρο. Πέρα λοιπόν από τις όποιες διαχρονικές επιστημονικές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των οικονομικών κυρώσεων ως εργαλείο, είναι απόλυτα κατανοητό γιατί μια σειρά από χώρες δεν επιθυμούν να διαταραχθούν οι σχέσεις με την Άγκυρα.
Η Τουρκία παράγει ετησίως 1.5 εκατ. αυτοκίνητα, φιλοξενεί 51 τράπεζες και αποτελεί τη μεγαλύτερη αγροτική οικονομία του ευρωπαϊκού χώρου. Είναι 2η χώρα σε παραγωγή πλαστικών και υλοποίησε 19 δισ. εξοπλιστικά προγράμματα μόνο το 2018. Όλα αυτά μεταφράζονται σε τεράστια επενδυτικά κεφάλαια και εξαγωγές από εκατοντάδες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αυτά είναι τα πραγματικά συμφέροντα που υπερασπίζονται όσοι δε θέλουν βαριές κυρώσεις προς τον Ερντογάν. Τα συμφέροντα των οικονομικών τους. Η αντίδραση τους συνεπώς δεν πρέπει να μας ξενίσει, αλλά να γίνει ένα καλό μάθημα.
Εάν δε θέλουμε να εξελιχθούμε στα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», που αρνούνται να παράξουν, αλλά μόνο απαιτούν, πρέπει να πάψουμε να επικαλούμαστε μόνιμα το παρελθόν ή άλλες υψηλές αξίες. Αυτό που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσουμε πως δίχως ισχυρή οικονομία, είμαστε καταδικασμένοι να επαιτούμε συνεχώς για αλληλεγγύη. Χρειάζονται δύσκολες αποφάσεις, όμως δεν υπάρχει καλύτερο «οπλικό σύστημα» από μερικές δεκάδες πολυεθνικές επιχειρήσεις που επενδύουν στην Ελλάδα. Αυτό είναι το μοναδικό αποτύπωμα που εξασφαλίζει ασφάλεια και ευημερία, αλλά και η μόνη εγγύηση πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν κράτη μέλη που θα μας συνδράμουν σε στιγμές όπως αυτή. Η εθνική επιβίωση απαιτεί θυσίες. Όχι πάντα αιματηρές, αλλά σχεδόν πάντα πολιτικές.
*To κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Παραπολιτικά”, το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020.