Προσπάθεια αποσταθεροποίησης.

Το τελευταίο διάστημα έχουμε μπαράζ επιθέσεων σε κυβερνητικά κτίρια, επιθέσεις σε σπίτια αξιωματούχων και συνεχείς προκλήσεις, με σκοπό να δημιουργηθεί ένταση και αποσταθεροποίηση. Περιθωριακοί κύκλοι αναζητούν κάποιον να γίνει ήρωας, φιλοδοξώντας, πως με τον τρόπο αυτό η κοινωνία θα επιστρέψει στο διχασμό. Πανεπιστήμια σε κατάληψη. Τοίχοι κτιρίων μπολιασμένοι με μίσος. Επιθέσεις στο όνομα της αντικρατικής πάλης. Κανονικό παρακράτος, το οποίο όπως έγραψε ο Καθηγητής Στ. Καλύβας, «επιβιώνει γιατί χαίρει ασυλίας σε έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο» από τον οποίο αντλεί (ιδεολογική) κάλυψη.

Όταν όμως ο IRA στη Μ.Βρετανία δολοφονούσε αξιωματούχους, η αντιπολίτευση των Εργατικών στήριξε τη Θάτσερ. Όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία απήγαγαν και εκτέλεσαν τον τέως Πρωθυπουργό Αλ.Μόρο, η αριστερή αντιπολίτευση του Κομμουνιστή Μπερλινγκουέρ στάθηκε απέναντι στην τρομοκρατία. Έτσι ξεμπέρδεψαν αυτές οι χώρες από τον εφιάλτη των ακραίων. Δυστυχώς για μας, στην Ελλάδα, η βία και η τρομοκρατία έχουν σπόνσορα. Κοινοβουλευτικά κόμματα δέχονται στους κόλπους τους συμπαθούντες τρομοκρατών, δημοσιολογούντες ενθαρρύνουν ή αρνούνται να καταδικάσουν τη βία και ΜΜΕ που έχουν αναγάγει το «ναι μεν, αλλά» σε θεσμική αντίδραση όταν τα θύματα δεν ανήκουν στον πολιτικό τους περιβάλλον.

Για τους καλοπροαίρετους αναλυτές, η βία των ημερών, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του θυμού της κοινωνίας, υπό το πρόσχημα της αντίδρασης στα μέτρα κατά της πανδημίας. Κούραση φυσικά και υπάρχει, όμως κάποιοι προσπαθούν να την εκτρέψουν σε βία, σπονσοράροντας προβοκάτσιες και ενέδρες σε οποιοδήποτε στέκεται απέναντι τους.

Η Αστυνομία δεν είναι πάντα το πρόβλημα, αλλά συνήθως είναι ο κυματοθραύστης των αντιδράσεων, αλλά και λανθασμένων πολιτικών επιλογών. Η ικανότητα να εκπληρώσει την αποστολή της, ωστόσο, «εξαρτάται από τη δημόσια αποδοχή του ρόλου της, τη δράση της, τη συμπεριφορά της και εν γένει τη γενικότερη εκτίμηση που τη διέπει». Οφείλει συνεπώς να προστατευθεί και γύρω της να χτιστεί ένα δίχτυ ανάκτησης της κοινωνικής εμπιστοσύνης στο έργο της, με έμφαση στη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Όποιος αστυνομικός δε μπορεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να λειτουργεί με αυτοματοποιημένες διαδικασίες, οφείλει να κάνει άλλη δουλειά. Αντίστοιχα όμως, όποιος διανοηθεί να ασκήσει βία σε δημόσια αρχή, οφείλει να έχει την αντιμετώπιση που έχουν, όσοι το κάνουν σε άλλες, καλύτερα οργανωμένες, ευρωπαϊκές χώρες.

Η Κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προστατέψει τους Αστυνομικούς, να συνετίσει τους απροσάρμοστους, αλλά κυρίως να εδραιώσει όλους εκείνους τους μηχανισμούς λογοδοσίας, που θα κάνουν το μέσο πολίτη να νιώθει ασφαλής, όταν έρχεται απέναντι σε μια δημόσια Αρχή. Διότι, την ίδια στιγμή, που στην Νέα Σμύρνη επιτρέπεται σε έναν Αστυνομικό να φέρει παράνομο μεταλλικό γκλοπ, στο Λονδίνο περιπολούν περίπου 22.000 άνδρες και γυναίκες, φορώντας κάμερες στη στολή τους. Αποτέλεσμα; 33% λιγότερες κατηγορίες εναντίον ενστόλων, χρήσιμο προανακριτικό υλικό για τη δίωξη βίαιων εγκλημάτων, περισσότερη διαφάνεια σε καταγγελίες κατάχρησης εξουσίας και «εκπολιτισμό» των αντιδράσεων των πολιτών.

Στην Ελλάδα όμως, κανείς δεν θέλει κανείς πραγματικά της κάμερες. Οι μεν διότι θα ελέγχεται τελεσίδικα η συμπεριφορά τους και οι δε, διότι θα εξέλειπε αυτό το αναγκαίο σκοτεινό σημείο, που αφήνει περιθώρια για πολιτική χειραγώγηση των εξελίξεων. Το αποτέλεσμα όμως μυρίζει δακρυγόνα, καμένο και έχει το αποτύπωμα ενός γκλοπ στις πλάτες δικαίων και αδίκων. Ως εδώ όμως.