Μια ιδιαίτερη σχέση.

Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να ενισχύσει την παρουσία της στη Μέση Ανατολή, στράφηκε σε γερμανικά κεφάλαια και τεχνογνωσία, προκειμένου ο σιδηρόδρομος να φτάσει από το Βερολίνο στη Βαγδάτη. Αντίστροφα, εάν περιηγηθεί κάποιος στο Μουσείο της Περγάμου στην καρδιά της γερμανικής πρωτεύουσας θα συναντήσει κορυφαία αρχαιολογικά ευρήματα, που με τις ευλογίες της Υψηλής Πύλης μετακόμισαν στη Γερμανία. Η εξέλιξη της συνεργασίας αυτής οδήγησε Τούρκους και Γερμανούς στα ίδια χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τα γνωστά αποτελέσματα.

102 χρόνια μετά το “Μεγάλο Πόλεμο”, ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει με κάθε τρόπο να καθίσει στο τραπέζι του διαμοιρασμού των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Η άρνηση της Αθήνας να υποκύψει στον εκβιασμό και η νέα έξοδος του Oruc Reis στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο τορπίλισαν την προοπτική διαλόγου εκτόνωσης της κρίσης, αναγκάζοντας τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Εξωτερικών Χ.Μαας, που είχε ενδυθεί το ρόλο του διαμεσολαβητή, να αναδιπλωθεί σχεδόν εν πτήσει.

Η Γερμανική διπλωματία ωστόσο, βασίζεται στους χαμηλούς τόνους. Σε αντίθεση με άλλες χώρες που προτάσσουν την ισχύ, οι Γερμανοί πιστεύουν στην αξία του διαλόγου, μη ρισκάροντας να διαρρήξουν δεσμούς με κρίσιμες για αυτούς αγορές, ακόμα και όταν πολίτες τους βρίσκονται σε κίνδυνο. Από το 2017 δεκάδες Γερμανοί έχουν υποστεί τα απόνερα του «πραξικοπήματος» με φυλακίσεις και απελάσεις, στοχοποιημένοι ως συνεργάτες του Γκιουλέν. Και αυτή η πληγή όμως, επιλέχθηκε να κλείσει με το χρόνο παρά μέσα από πιο δραστικά μέτρα.

Έχοντας την 4η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, το 1/3 του γερμανικού ΑΕΠ προέρχεται από τις εξαγωγές. Η εξάρτηση αυτή είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση μιας εξωτερικής πολιτικής, η οποία ταυτίζει τις επιδιώξεις της με την απρόσκοπτη συνέχιση των εμπορικών δεσμών. Πόσο μάλλον με μια χώρα όπως η Τουρκία, που το 2019 ήταν ο νο. 1 αγοραστής γερμανικών όπλων με συμβόλαια που έφτασαν τα 242.8 εκατ. ευρώ για το πρώτο οκτάμηνο.

Σήμερα, περισσότερα από τρία εκατομμύρια Τούρκοι ζουν στη Γερμανία. Έχουν στην ιδιοκτησία τους περίπου 80 χιλιάδες επιχειρήσεις με συνολικό τζίρο 52 δισ. δολάρια και σχεδόν 500 χιλιάδες εργαζόμενους. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί από μόνη της πολιτική μόχλευση. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία είναι ο βασικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής μέσα από κορυφαίες επιχειρήσεις που έχουν μονάδες παραγωγής σε τουρκικές πόλεις.

Μόνο το 2019 οι γερμανικές εξαγωγές έφτασαν τα 18 δισ., ενώ 7,400 επιχειρήσεις με έδρα την Τουρκία έλαβαν γερμανικά επενδυτικά κεφάλαια. Συνολικά σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει τη γειτονική χώρα άμεσα με 198 εκατ. ευρώ για τη στήριξη των προσφύγων από τη Συρία που φιλοξενούνται σε τουρκικά εδάφη, ενώ άλλα 349 εκατ. ευρώ από γερμανικούς πόρους κατευθύνθηκαν προς την τοπική αυτοδιοίκηση για τις δομές φιλοξενίας.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό συνεπώς, γιατί ο Ερντογάν δίνει περισσότερη σημασία το τι λέει το Βερολίνο, παρά σε όσα λέγονται στις Βρυξέλλες. Στην Άγκυρα γνωρίζουν πως οι 27 ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν ομονοήσει πως η Τουρκία είναι σήμερα απειλή για την Ευρώπη και το εκμεταλλεύονται.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία αντιμετωπίζοντας διλήμματα ασφαλείας εντάχθηκε στους δυτικούς θεσμούς. Σήμερα, λόγω της αμερικανικής αναδίπλωσης, το «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ και τη διάθεση για εργαλειοποίηση των προσφύγων, ο Ερντογάν βρίσκει τον αναγκαίο χώρο για ελιγμούς και τετελεσμένα, μη διστάζοντας να αιφνιδιάσει ακόμα και τη γερμανική Κυβέρνηση. Κι’ αυτό πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη η Αθήνα.