Είναι μια εποχή που στα διακυβερνητικά φόρουμ βρέχει λεφτά. Έπειτα από δεκαετίες πλεονασματικών πολιτικών, οι δημόσιες επενδύσεις κερδίζουν ξανά έδαφος, προκειμένου να βγούμε το συντομότερο από την ύφεση. Αυτό έχει ως συνέπεια οι ιστορικοί να αναζητούν αναλογίες και οι σχεδιαστές πολιτικών να τους συμβουλεύονται συχνότερα, σε μια προσπάθεια να αντλήσουν έμπνευση. Στις ΗΠΑ το πακέτο διάσωσης της Κυβέρνησης Μπάιντεν φέρεται να διαπνέεται από τη φιλοσοφία του New Deal. Στην Ευρώπη, η Κομισιόν δημιούργησε το Ταμείο Ανάκαμψης, του οποίου τα κεφάλαια παρομοιάζονται με το μεταπολεμικό σχέδιο ανοικοδόμησης, ενώ στην Ελλάδα μιλάμε για ένα νέο «Σχέδιο Μάρσαλ».
Φυσικά ο παραλληλισμός της διακυβέρνησης Μπάιντεν με εκείνη του Ρούζβελτ δεν είναι τυχαίος. Από την προεκλογική περίοδο, στο επιτελείο του Αμερικάνου Προέδρου εντάχθηκε ο ιστορικός Τζ.Μίτσαμ προκειμένου να δημιουργηθεί η κατάλληλη πλαισίωση και να σχεδιαστούν οι πρώτες 100 ημέρες. «Καμία άλλη Κυβέρνηση δεν είχε αντιμετωπίσει τόσο μεγάλη ύφεση, από την εποχή του Φρ. Ρούσβελτ», συνεπώς η συνταγή του New Deal είναι που θα οδηγήσει τη χώρα στην ανάκαμψη. Το πακέτο Μπάιντεν περιλαμβάνει μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, μέσα από μια ευρεία δέσμη επενδύσεων στις δημόσιες υποδομές, τις συγκοινωνίες, τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη, την ηλεκτροκίνηση και τη μετάβαση σε ενεργειακά δίκτυα μηδενικού άνθρακα μέχρι το 2035.
Με την πορεία της Προεδρίας να εξαρτάται σημαντικά από τον έλεγχο του Κογκρέσου, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 να αποτελούν μια σημαντική ευκαιρία να διευρύνουν οι Δημοκρατικοί τα πολιτικά τους περιθώρια για μεταρρυθμίσεις, δίχως να εξαρτώνται από τους Ρεπουμπλικάνους. Το επιτελείο Μπάιντεν εκτιμά, πως το αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί από το πως η νέα διακυβέρνηση διαχειρίστηκε τις συνέπειες της πανδημίας και το πόσο στήριξε τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Πέρα λοιπόν από το χορό δισεκατομμυρίων και τους ψαγμένους τίτλους των πακέτων ανάκαμψης, η πρόκληση για τις κυβερνήσεις είναι οι πολίτες να νιώσουν έγκαιρα, το πως αυτά τα χρήματα βελτιώνουν την καθημερινότητα τους. Κατά συνέπεια, εάν κάποιος πολιτικός θέλει να αναζητήσει το πραγματικό νόημα πίσω από τους ιστορικούς παραλληλισμούς, δεν αρκεί να χρησιμοποιεί μόνο ρητορικές εκφράσεις, αλλά αξίζει να κατανοήσει ουσιαστικά το πολιτικό περιβάλλον της εποχής.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, όταν ο εμπνευστής του “New Deal”, Φρ.Ρούσβλετ, έφυγε από τη ζωή το 1945, το τρένο με τη σωρό του ξεκίνησε από την Πολιτεία της Τζώρτζια το τελευταίο ταξίδι προς την Ουάσιγκτον και τη Νέα Υόρκη. Κατά τη διαδρομή χιλιάδες κόσμου τον αποχαιρέτησαν. Όταν το τρένο έφτασε στο σταθμό Union Station, κάποιος ρεπόρτερ ρώτησε έναν από τους συγκεντρωμένους εάν γνώριζε προσωπικά τον Πρόεδρο και πενθεί τόσο βαθιά. «Όχι δε γνώριζα τον Πρόεδρο Ρούζβελτ, αλλά με ήξερε εκείνος».
Αυτό ακριβώς ήταν το κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής του Φρ. Ρούζβελτ. Η βαθιά γνώση των πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας, των φόβων και της αγωνίας του μέσου Αμερικάνου να ξεπεραστούν τα τραύματα της ύφεσης. Με το 90% της ηλικιακής ομάδας των Millenials (25-40 ετών) να δηλώνουν στην Ελλάδα σήμερα, πως νιώθουν συναισθήματα φόβου, απογοήτευσης και αβεβαιότητας για το μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να ανοίξει άμεσα ένα πραγματικό διάλογο μαζί τους. Όχι για να τους υποσχεθεί, αλλά για να τους καταλάβει.