Έπειτα από τις πειρατικές ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, το ενδιαφέρον για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών είναι μεγάλο. Αντίστοιχα, μεγάλος όμως είναι και ο πειρασμός για πολιτικά και διεθνολογικά σχόλια, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που η ευρύτερη εικόνα χάνεται ανάμεσα σε προσωπικές ατζέντες, ιδεολογικές εμμονές και οργανωμένα συστημικά ενδιαφέροντα.
Έπρεπε η Ελλάδα να προσέλθει στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών; Αυτονόητα, ναι. Η διαδικασία αποτελεί απλά και μόνο μια άτυπη διπλωματική χορογραφία των δύο χωρών, με την οποία απευθύνονται κυρίως στο διεθνές, παρά στα εθνικά ακροατήρια για το δίκαιο των διεκδικήσεων τους. Η συμμετοχή δεν υπονομεύει την εθνική θέση. Το αντίθετο, την εξυπηρετεί. Ακόμα και τυχόν νέο ναυάγιο, δε θα παράξει κανένα αποτέλεσμα πλην συμβολισμών και ενός παιγνίου επίρριψης ευθυνών.
Η στρατηγική της ελληνικής Κυβέρνησης τους τελευταίους μήνες έχει δύο πυλώνες. Αμυντική ενίσχυση από τη μία και διεθνής και δημόσια διπλωματία στη βάση του Διεθνούς Δικαίου από την άλλη. Στόχος είναι αφενός να αντιστραφεί η δημόσια αντίληψη περί μιας αποδυναμωμένης αμυντικά Ελλάδας εξ’ αιτίας των μνημονίων και αφετέρου, η ενδυνάμωση της θέσης μας ως μια χώρα, η οποία πορεύεται με βάση τις διεθνείς συμφωνίες και όχι μέσα από εθνικιστικούς ακτιβισμούς.
Η Ελλάδα έχει συνεπώς κάθε λόγο να εξαντλήσει τη διαδικασία των διερευνητικών και να διατηρήσει το χαρτί επίρριψης ευθυνών για τυχόν μονομερείς ενέργειες από άλλη πλευρά. Αντίστοιχα, με τη συμμετοχή της, η Άγκυρα προσπαθεί να διορθώσει το δικό της προφίλ της μετά τα όσα συνέβησαν στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα να αποφύγει ενδεχόμενο πλήγμα στην τουρκική οικονομία για την περίπτωση που υπήρχε μη αντιστρέψιμη πίεση για κυρώσεις.
Αποδυναμώνει όμως η συμμετοχή στη διαδικασία των διερευνητικών με την Τουρκία το ελληνικό αίτημα για κυρώσεις; Στην πραγματικότητα η συζήτηση για σοβαρότερες κυρώσεις δεν προχωράει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η έναρξη των διερευνητικών επαφών λοιπόν, αποτέλεσε ένα βολικό τρόπο για να μπει κάτω από το χαλί η απροθυμία συγκεκριμένων ευρωπαϊκών χωρών, να συγκρουστούν ευθέως με το καθεστώς Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστικό, πως ήδη από τη Δευτέρα το πρωί , διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία προεξοφλούσαν πως η προοπτική σκληρότερων κυρώσεων απομακρύνεται, αφού πλέον οι δυο χώρες βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι και τα πολεμικά πλοία απομακρύνθηκαν.
Είναι ξεκάθαρο πως όσο η Τουρκία δεν αποδέχεται το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι δύσκολο η ελληνική πλευρά να προσχωρήσει σε κάποια sui generis λύση, εάν δεν έχει να κερδίσει κάτι σημαντικό. Στην Ευρώπη γνωρίζουν καλά τα αβαθή νερά της ελληνοτουρκικής διένεξης, τα οποία φουσκώνουν μόνο όταν οι εγχώριες πολιτικές περιστάσεις το επιβάλουν. Παρ’ όλα αυτά, δε δείχνουν διατεθειμένοι να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την τουρκική αγορά για να παρέμβουν καθοριστικά. Οπότε η όποια λύση αγγίζει τα όρια της πολιτικής διαχείρισης, με τα επόμενα βήματα να έχουν ορίζοντα την Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. της 25ης Μαρτίου και την πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό.
Μέχρι τότε η πολιτική ζωή συνεχίζεται. Οι Ευρωπαίοι διασφαλίζουν την ησυχία τους και τις συναλλαγές τους με την Άγκυρα. Ο Ερντογάν χρόνο για να διερευνήσει τις διαθέσεις για την περιοχή της νέας αμερικανικής ηγεσίας και οι ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις πολύτιμο διάστημα να ενισχυθούν.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 06.02.2020.