Σύμφωνα με την Ευρ.Επιτροπή, 28 εκατ. πολίτες εργάζονται τα τελευταία χρόνια μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες. Οδηγοί, διανομείς, προγραμματιστές, διερμηνείς, τεχνίτες, νταντάδες, φροντιστές συμπεριλαμβάνονται σε μια ευρεία λίστα επαγγελματιών, που πια βρίσκουν πελατεία και μέσω ψηφιακών εφαρμογών. Κατά την άποψη της Κομισιόν, περίπου 5,5 εκατ. εξ’ αυτών αντιμετωπίζονται με προβληματικό εργασιακά τρόπο. Με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους δημοσιεύθηκε στις 9 Δεκεμβρίου μια πρόταση Οδηγίας, με στόχο να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, εντός δύο ετών. Η νομοθετική πρωτοβουλία ήρθε ως απάντηση σε μια σειρά από παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ψηφιακών εφαρμογών, ωστόσο με το τοπίο να αλλάζει δυναμικά μοιάζει αφενός παρωχημένη και αφετέρου αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης αγοράς.
Σύμφωνα με το προσχέδιο, οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες θα θεωρούνται αυτόματα μισθωτοί, εάν η ψηφιακή πλατφόρμα ελέγχει ορισμένες πτυχές εκτέλεσης της εργασίας τους. Για να πετύχει την κάλυψη όλων των περιπτώσεων, η Κομισιόν προτείνει πέντε κριτήρια (αμοιβή, ωράριο, συγκεκριμένη εμφάνιση ή συμπεριφορά κατά την παροχή της υπηρεσίας κλπ). Εάν μια πλατφόρμα πληροί τουλάχιστον δύο από αυτά, τότε αυτόματα όλοι οι συνεργάτες της θα πρέπει να έχουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και όχι να εργάζονται με σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (freelancers). Αυτό που αδυνατεί ωστόσο να κατανοήσει η πρόβλεψη για αυτό το μαχητό τεκμήριο απασχόλησης είναι πολλοί εργαζόμενοι επιλέγουν συνειδητά να εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι, κυρίως για λόγους ευελιξίας (ελεύθερο ωράριο, δεύτερη εργασία κλπ).
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υπογραμμίζουν, πως η Επιτροπή επέλεξε να κάνει μια πολιτική δήλωση, αντί να προτείνει μια ρεαλιστική λύση και ενδεχομένως η παρέμβαση να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα επιχειρεί να λύσει. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο, η πρόβλεψη για κατώτατο μισθό απέχει από την πραγματικότητα, καθώς ήδη οι συνεργάτες τους κερδίζουν περισσότερα, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως πολλοί παρέχουν υπηρεσίες ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία πλατφόρμες, προκειμένου να μην έχουν νεκρά εργασιακά διαστήματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, εάν το σχέδιο της Οδηγίας εφαρμοστεί ως έχει, θα οδηγήσει σε περικοπή έως και 50% του προσωπικού που σήμερα απασχολείται. Γι’ αυτό και είναι δεδομένο πως θα υπάρξουν αντιδράσεις από χώρες, όπως η Γαλλία, η οποία προωθεί την ανάπτυξη ευρωπαϊκών εταιριών τεχνολογίας ως ανάχωμα στις αμερικανικές, που διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση σε κεφάλαια.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημείο, που αφορά χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες αντιμετωπίζουν φαινόμενα μαύρης εργασίας. Πριν τη λειτουργία των ψηφιακών εφαρμογών, ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων απασχολούνταν σε συνοικιακά ή μικρότερα καταστήματα, δίχως συμβάσεις, μέσα ατομικής προστασίας και ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Τα πλεονεκτήματα που προσέφεραν οι πλατφόρμες μέσα από τη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών τους έστρεψαν εκεί, με αποτέλεσμα το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας να περιοριστεί και να αυξηθούν τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές. Μια άκαμπτη λύση όμως, σαν αυτή που προωθείται, θα επαναφέρει το πρόβλημα, κάτι που προφανώς δε θα ήθελε κανείς. Ιδιαίτερα δε, σε χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν ρυθμίσει αποτελεσματικά τη συγκεκριμένη αγορά (βλ. ν.4808/2021 – ‘νόμος Χατζηδάκη’), και έχουν κερδίσει τα εύσημα διεθνώς για αυτό.