Ο Μπόρις Τζόνσον είναι δίχως αμφισβήτηση πολύ καλός γνώστης της ελληνικής Ιστορίας. Την έχει μελετήσει, έχει απαγγείλει δημοσίως την Ιλιάδα, ενώ ως πρόεδρος των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1986 κάλεσε τη Μελίνα Μερκούρη να μιλήσει για την υπόθεση της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα. Γνωρίζει πολύ καλά το πως και το γιατί τα κλεμμένα γλυπτά θα ήταν πρέπον να επιστραφούν στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως, από την εποχή που ήταν ανταποκριτής της συντηρητικής ‘Telegraph’ στις Βρυξέλλες εξέφραζε δημοσίως τις απόψεις του για το πόσο στενά ήταν τα παπούτσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευτελίζοντας ‘τη, για το μεγαλείο μιας χώρας όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, την παγκόσμια θαλασσοκρατορία του 19ου αιώνα.
Αυτό που ελάχιστοι έχουν αναδείξει την Ελλάδα, είναι πως η κατοχή σημαντικών αρχαιοτήτων δεν είναι απλά ένα ζήτημα διαχειριστικού εγωισμού για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά υπόθεση εθνικού ψυχισμού. Ο Πρωθυπουργός, λίγα εικοσιτετράωρα πριν συναντήσει το Βρετανό ομόλογο του, από το βήμα της UNESCO έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα. Μίλησε στα βρετανικά ΜΜΕ για «κλοπή» και περιέγραψε τη διάθεση της χώρας μας να αντισταθμίσει την επιστροφή με μια έκθεση σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων. Επικαλέστηκε μάλιστα την αφήγηση ‘Global Britain’, που για δεκαετίες σε διαφορετικές εκδοχές χρησιμοποιούν οι Βρετανοί για να προωθήσουν την οικουμενικότητα του πολιτισμού τους, κυρίως όμως ως παυσίπονο για το εσωτερικό ακροατήριο. Επιπλέον, περνώντας το κατώφλι του αριθμού 10 της Downing Street, ο Κ.Μητσοτάκης δε δίστασε να επαναλάβει τις ίδιες θέσεις, απευθυνόμενος στο βρετανικό λαό.
Τον 20ο αιώνα, η Βρετανική κοινωνία συνειδητοποίησε βίαια τη νέα πραγματικότητα. Από μια αυτοκρατορία – υπερδύναμη έπρεπε το εθνικό θυμικό να προσαρμοστεί στο καθεστώς μιας μεσαίας χώρας του διεθνούς συστήματος, που δεν ηγούνταν πια, αλλά ακολουθούσε.
Μόναχο, Σουέζ, αποαποικιοποίηση, Φώκλαντς ήταν χτυπήματα στο εθνικό υποσυνείδητο, που δε θα μπορούσαν να είχαν συμβεί έναν αιώνα πίσω. Έτσι, οι Βρετανοί πολίτες μέχρι τη δεκαετία του 80’ θεωρούσαν όλους τους πολιτικούς ενδοτικούς, διότι δε μπορούσαν να ανακόψουν την πτώση και συνήθως υπέκυπταν στις πιέσεις του διεθνούς συστήματος. Γενικά στα μάτια των πολιτών αδυνατούσαν να «παλινορθώσουν» το περασμένο μεγαλείο του βρετανικού Έθνους.
Από την άλλη, το βρετανικό πολιτικό σύστημα, έκανε τα πάντα για να αντιστρέψει αυτό το αίσθημα ηγεμονικής αποδρομής, μέσα από εναλλακτικούς δρόμους. O Τσώρτσιλ εισήγαγε τη θεωρία των ‘Τριών Κύκλων΄, δημιουργήθηκε η Κοινοπολιτεία, δόθηκε έμφαση στην κυριαρχία της γλώσσας, σχεδιάστηκαν αφηγήσεις περί “greatness” και αναδείχθηκαν όλα τα κτήματα – κλοπιμαία, σε σύμβολα μιας άλλης εποχής. Αν κάτι μάλιστα μάθαμε από το Brexit ήταν η νοσταλγία για το παρελθόν παραμένει κυρίαρχη στο κοινωνικό συναίσθημα.
Στο βρετανικό υποσυνείδητο, ο ξένος πλούτος που φιλοξενείται στο Βρετανικό Μουσείο, αντανακλά την αυτοεικόνα των Βρετανών. Μια υπόμνηση, πως η Μ.Βρετανία υπήρξε μια ισχυρή αυτοκρατορία, που αποκτούσε και υπερασπίζονταν ότι ήθελε. Κυρίως όμως είναι το αόρατο νήμα που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον. Δεν είναι ζήτημα ‘προσωπικό’ με την Ελλάδα, αλλά μια αυτοεπιβεβαίωση του βρετανικού κράτους κοιτώντας στον ιστορικό του καθρέφτη. Και ταυτόχρονα μια ελπίδα πως «πάλι με χρόνια, με καιρούς» θα επανέλθει στο προσκήνιο. Τουλάχιστον από αυτά, οι Έλληνες καταλαβαίνουμε καλά.