Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) για τους εμβολιασμούς των υγειονομικών, η Ελλάδα βρίσκεται στην 8η θέση με ποσοστό 83,9% μεταξύ των 17 χωρών που παρέχουν τα σχετικά στοιχεία. Πριν την εφαρμογή του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, το ποσοστό των γιατρών άγγιζε το 90%, ωστόσο αυτό των νοσηλευτών ήταν κάτω από 70%. Γιατί όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να πείσει κανείς τους ανθρώπους εκείνους, που καθημερινά έρχονται σε επαφή με ασθενείς και δίνουν τη μάχη πλάι στο ιατρικό προσωπικό; Και εάν χρειάζεται η υποχρεωτικότητα για να αυξηθούν τα επίπεδα του εμβολιασμού, ποιο μήνυμα περνάει στην υπόλοιπη κοινωνία;
Έρευνες στα πρώτα στάδια της πανδημίας της COVID-19 είχαν υπογραμμίσει πως η φυλετική καταγωγή και η εθνικότητα θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην πρόθεση του γενικού πληθυσμού να εμβολιαστεί. Έπειτα όμως από ένα χρόνο διαθεσιμότητας των εμβολίων, καταγράφεται μια αλλαγή στις ίδιες έρευνες. Το επίπεδο εκπαίδευσης εκτοπίζει τους δύο παραπάνω παράγοντες και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις πιθανότητες να εμβολιαστεί ένας πολίτης. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονται στο γενικό πληθυσμό στις ΗΠΑ, οι Αμερικανοί ζυγίζουν το κόστος και τα οφέλη από τη λήψη του εμβολίου με τις συνέπειες της νόσησης. Έτσι, φαίνεται πως, όσο χαμηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο των ερωτώμενων, τόσο αυξάνεται και η άρνηση εμβολιασμού.
Πιο συγκεκριμένα, τα ποσοστά εμβολιασμού των αποφοίτων λυκείου ήταν λίγο πάνω από το 30%, ανεβαίνοντας στο 36% για όσους έχουν κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση, στο 46% για εκείνους με πτυχίο και στο 68% με μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Ευρήματα δηλαδή, που επιβεβαιώνουν τη διαχρονική διαπίστωση, πως η εκπαίδευση επηρεάζει καθοριστικά το επίπεδο καλής υγείας των πολιτών. Όταν μιλάμε για το γενικό πληθυσμό θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, πως για εκείνους με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης είναι δυσκολότερο να διακρίνουν την παραπληροφόρηση από τα αξιόπιστα δεδομένα. Τι συμβαίνει όμως με τους νοσηλευτές;
Αξίζει συνεπώς μια ματιά στις φετινές βάσεις εισαγωγής. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά εννέα σχολές Νοσηλευτικής (εξαιρώ τις στρατιωτικές), με τη βάση αυτής του Παν.Αθηνών να κυμαίνεται στα 15,000 μόρια, ενώ όλες τις υπόλοιπες μεταξύ 9,760 και 12,790 μόρια. Εάν λοιπόν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού των Ελλήνων νοσηλευτών από τους γιατρούς, τότε η παραπάνω έρευνα για τη σύνδεση επιπέδου εκπαίδευσης και πιθανότητας εμβολιασμού δίνει μια πειστική ερμηνεία. Δυστυχώς όμως κρούει και ένα σημαντικό καμπανάκι για την ποιότητα των σπουδών στις εν λόγω σχολές. Διότι εάν το περιεχόμενο των σπουδών δεν είναι επαρκές για να πείσει τους ίδιους τους νοσηλευτές για τη σημασία και τις δυνατότητες της επιστήμης που υπηρετούν, τότε πιθανότατα έχει αποτύχει στην αποστολή του.
Με δεδομένη λοιπόν τη συζήτηση που γίνεται το τελευταίο διάστημα για το εάν και πόσοι πρέπει να είναι οι εισακτέοι στα ελληνικά Πανεπιστήμια, οφείλει η ηγεσία των Υπουργείων Παιδείας και Υγείας να αξιολογήσει τα εν λόγω τμήματα, όχι μόνο για την τυπική εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, αλλά για τη βασικότερη πτυχή της αποστολής τους. Το διαφωτισμό και την εκπαίδευσης της κοινωνίας γύρω από τα ζητήματα της εξειδίκευσης τους.