Το τέλος του βέτο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί «να είναι όμηρος». Μ’ αυτά τα λόγια ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών άνοιξε τη συζήτηση για την κατάργηση της ανάγκης ομοφωνίας στις αποφάσεις της Ε.Ε. που αφορούν την εξωτερική πολιτική.

Αφορμή για τη δημόσια τοποθέτηση του Χ.Μαας ήταν η στάση της Ουγγαρίας. Η κυβέρνηση Όρμπαν βρίσκεται τελευταία σε ανοιχτή γραμμή με το Πεκίνο. Μπλόκαρε με απειλή βέτο την Κοινή Δήλωση για τα γεγονότα στο Χονγκ Κονγκ, καθυστερεί την κύρωση της εμπορικής συμφωνίας ΕΕ – Χωρών της Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού, ενώ υπονόμευσε την έκκληση για κατάπαυση του πυρός στα πρόσφατα γεγονότα μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Τι όμως θα σημαίνει πραγματικά μια πιθανή κατάργηση της ισοτιμίας που προσφέρει ο κανόνας της ομοφωνίας; Σήμερα, αυξημένη πλειοψηφία, υπάρχει για διάφορες αποφάσεις που απαιτούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά όχι σε ζητήματα εξωτερικών υποθέσεων. Τυχόν κατάλυση της υποχρέωσης της ομοφωνίας θα αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού.

Από τη μία, μεμονωμένες χώρες που δεν έχουν τη στήριξη κάποιας μεγάλης δύναμης θα χάσουν το έσχατο διαπραγματευτικό τους χαρτί. Αυτό σημαίνει πως η σχέση της ΕΕ με την Τουρκία ή τη Ρωσία για παράδειγμα δε θα μπορεί να επηρεάζεται σημαντικά από τυχόν ελληνική, κυπριακή ή πολωνική αντίδραση. Αποτέλεσμα θα είναι οι μεγάλες χώρες να ασκούν, μονομερώς σχεδόν, καθοριστική επιρροή στην τελική στάση της ΕΕ. Θα παρατηρήσει κανείς βέβαια, πως αυτό συμβαίνει και σήμερα. Όμως de factο πια, θα μπορούμε να μιλάμε για μια Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ισότιμων βαρών στις εξωτερικές υποθέσεις, αλλά μιας (εκάστοτε) πλειοψηφίας, που δε θα δεσμεύεται ολοκληρωτικά από την ανάγκη για συναινέσεις. Δίκαιο; Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα να το υποστηρίξει κανείς.

Είναι γεγονός, ότι πολλάκις η Ευρωπαϊκή Ένωση για νωθρές αντιδράσεις στις διεθνείς εξελίξεις και αδυναμία να προβάλλει την ισχύ της στο διεθνές σύστημα. Το γεγονός αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις εκπορεύεται από την αδυναμία ομοφωνίας των μελών της. Αποτέλεσμα είναι να χρειάζονται εβδομάδες για να ληφθούν αποφάσεις ή όταν αυτές λαμβάνονται, αυτό να συμβαίνει σε ένα ελάχιστο επίπεδο συναίνεσης, που αποτυπώνεται σε απογοητευτικά ανεδαφικούς τόνους.

Εάν η Ελλάδα και η Κύπρος ήταν χώρες της κεντρικής Ευρώπης, δίχως ανοιχτά ζητήματα με τους γείτονες τους, το πιθανότερο είναι πως θα στήριζαν τη γερμανική πρόταση. Κι’ αυτό είναι το πιο ανησυχητικό, διότι για μια μερίδα των Ευρωπαίων εταίρων μας, η δήλωση του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών αποτελεί το κόψιμο ενός γόρδιου δεσμού, που μέχρι σήμερα κρατούσε το πλοίο δεμένο στο λιμάνι, την ώρα που τα γεγονότα συνέβαιναν στην ανοιχτή θάλασσα. Επιπλέον, δεν είναι λάθος, το επιχείρημα πως είναι υπό απειλή η συνοχή του μπλοκ, καθώς όντως μια σειρά μπλοκάρουν σημαντικές εξελίξεις προς όφελος εσωτερικών τους υποθέσεων. Συνεπώς η πρόταση του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών δεν ήταν απλά μια καλή ιδέα, αλλά κάτι το οποίο σύντομα θα κληθούν να συζητήσουν οι ηγέτες της ΕΕ. Το μόνο βέβαιο είναι, πως πριν δημοσιοποιήσει ο Χ.Μαας την πρόταση του, η οποία εκπλήσσει διότι οι Γερμανοί αποφεύγουν το ριζοσπαστισμό στις διεθνείς υποθέσεις, το πιθανότερο είναι να είχε ήδη αθροίσει και ένα σημαντικό αριθμό συμφωνούντων ομολόγων του. Κι’ εάν όντως θέλουμε να πάμε προς την πολιτική εμβάθυνση, έχει και δίκιο.