Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το «Μακρύ Τηλεγράφημα» του -τότε Αμερικανού επιτετραμένου στη Μόσχα- Τζ.Κένναν προς το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, η Δύση αναζητά ξανά απαντήσεις για τον τρόπο σκέψης, τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των αντιπάλων της. Κι’ αν πια δε χρειάζονται 8,000 λέξεις για να κατανοήσει κανείς την ιδιοσυγκρασία, τα στερεότυπα και τις επιδιώξεις της άλλης πλευράς, η πρόσφατη προσέγγιση Ρωσίας και Κίνας, που επισημοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης, δεν εκπλήσσει κανέναν στην Ουάσινγκτον, πέρα από τους εμμονικούς θιασώτες του ιδεαλισμού, που ακόμα πιστεύουν ότι η ανάδυση μιας νέας υπερδύναμης μπορεί να συμβεί ‘αβρόχοις ποσι’. Ακριβώς πέντε δεκαετίες μετά τη διάσπαση του κομμουνιστικού μετώπου και τη διπλωματία του «πινγκ πόγνκ’ που έδωσε την ευκαιρία στον Αμερικανό Πρόεδρο Νίξον να βρεθεί το 1971 στο Πεκίνο, οι ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας ανακοίνωσαν από κοινού ενέργειες για να προασπίσουν τα συμφέροντα τους έναντι των ΗΠΑ. Θα έπρεπε όμως το δυτικό στρατόπεδο να αναμένει αυτή την αντίδραση;
Η ρεαλιστική απάντηση είναι ναι. Ήδη από τη δεκαετία του 70′ οι ΗΠΑ είχαν ανατρέψει την αρχική θέση τους πως η Ταϊβάν αποτελεί μέρος της Κίνας, ενώ εσχάτως η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της νησιωτικής (μη αναγνωρισμένης) χώρας ανεβαίνει διαρκώς στη ρητορική ατζέντα του Αμερικάνου Προέδρου. Παράλληλα, η συνεχής προσπάθεια εκτοπισμού των κινεζικών συμφερόντων από την Ευρώπη έχει προκαλέσει εκνευρισμό στο Πεκίνο, που βλέπει πως διαμορφώνεται μια μη φιλική εικόνα της χώρας του προς τα έξω, επηρεάζοντας σημαντικά τις δυτικές κοινωνίες. Από την άλλη πλευρά, η αντίληψη πως η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση, με περιορισμένες δυνατότητες απειλής, οδήγησε τη Δύση να βάλει πόδι σχεδόν σε ολόκληρη την τέως ανατολική σφαίρα επιρροής. Από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι τα Βαλκάνια και τη Βαλτική, η έλξη που προκάλεσε ο δυτικός τρόπος ζωής, οδήγησε στην ένταξη των χωρών της περιοχής στους δυτικούς θεσμούς και την ανάπτυξη νατοϊκών δυνάμεων στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Η επί δεκαετίες διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, φτάσαμε στο 2014 για να απαντηθεί μέσα από την εισβολή στην Κριμαία, ενώ η συνεχής στήριξη της Ουκρανίας από τους δυτικούς, προκάλεσε εκ νέου την αντίδραση της Μόσχας.
Κι’ αν στην περίπτωση της ΕΣΣΔ η Δύση βρήκε απαντήσεις έγκαιρα, σε σχέση με την Κίνα βρίσκεται ξανά στα ίδια διλήμματα. Μπορεί η διακυβέρνηση Τραμπ να την αναγνώρισε ως αναδυόμενη αναθεωρητική δύναμη σε στρατηγικό ανταγωνισμό με τα αμερικανικά συμφέροντα, απουσιάζει ωστόσο ένα συνεκτικό δόγμα. Κι’ όμως η παρακαταθήκη του Κένναν, μπορεί να αποδειχθεί ξανά χρήσιμη. Σύμφωνα με δυτικές δεξαμενές σκέψης, όσο κι’ αν ο Ξι φαντάζει σήμερα ο αδιαμφισβήτητος επικεφαλής της Κίνας, το εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος έχει ρωγμές. Η υφιστάμενη αναθεωρητική πολιτική δε φαίνεται να διαθέτει καθολική αποδοχή, η ισχύς του τρομάζει όσους στην ηγεσία έχουν αντίθετη άποψη και κυρίως εκείνους που πιστεύουν σε μια νέα υπερδύναμη με ρόλο εντός του υφιστάμενου διεθνούς συστήματος. Εφ’ όσον ευσταθεί αυτή η πραγματικότητα, τότε στην Ουάσιγκτον εάν συμμερίζονται τη ρήση του Σουν Τσου, πως αυτό που έχει ύψιστη σημασία σε ένα πόλεμο είναι να επιτεθείς πρώτα στη στρατηγική του αντιπάλου, δεν έχουν παρά να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αφού βέβαια διατυπώσουν πρώτα μία, δική τους.