Στο βιβλίο του «Καθρέφτες», ο Eduardo Galeano αναφέρει τον μύθο (;) που θέλει τον Winston Churchill να επινόησε την Ιορδανία «κάπου στις 4.30, ένα απόγευμα της Άνοιξης» του 1921, μετά από κάποιο από τα αλκοολούχα «γεύματα» του.
Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για φαντασιακό γεγονός ή πραγματικότητα, ουδείς αμφισβητεί πως ο Βρετανός statesman, ως Υπουργός Αποικιών σχεδίασε το χάρτη της Μέσης Ανατολής σύμφωνα με τα βρετανικά συμφέροντα, ώστε να ικανοποιηθούν οι ηγέτες-σύμμαχοι των φυλών Saud και Qureshi. Έτσι, κυριολεκτικά επινοήθηκε η χώρα που ονομάστηκε Σαουδική Αραβία, αλλά και η σημερινή Ιορδανία. Αντίστοιχα, οι Γάλλοι «αναγκάστηναν» να επινοήσουν το Λίβανο, αναζητώντας μάλιστα εθνικό σύμβολο στα γειτονικά βουνά καθώς δεν υπήρχε οτιδήποτε συνεκτικό μεταξύ των εθνοτικών ομάδων της περιοχής.
Η πολιτική γεωγραφία συνεπώς, μπορεί να είναι προϊόν διάνοιας και όχι μόνο ιστορικής εξέλιξης ή συνωμοσίας, όπως μας αρέσει να αναπαράγουμε. Κράτη μπορούν να δημιουργούνται και εξαφανίζονται στη βάση εξυπηρέτησης γεωπολιτικών συμφερόντων. Ένα τέτοιο προϊόν επινόησης είναι και το κράτος των Σκοπίων από τον Τίτο, ο οποίος έβλεπε το κρατίδιο ως το όχημα για τη σλαβική κάθοδο στο Αιγαίο. Το πρόβλημα για την Ελλάδα εκκινεί στο σημείο που υποτιμήσαμε την πιθανότητα το κρατίδιο αυτό να αντέξει στο χρόνο, κάναμε σαν το πρόβλημα να μην υπάρχει και δε χαράξαμε εξ’ αρχής μια στρατηγική απέναντι του, εξηγώντας τις επιλογές στους πολίτες.
Τα προβλήματα όμως, όσο βαθιά και αν τα θάψεις, κάποια στιγμή θα ξαναβγούν στην επιφάνεια. Ιδιαίτερα δε, όταν υπάρχουν και πρόθυμοι να βοηθήσουν στην «ανασκαφή» και οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις επιβάλλουν την πρόσδεση της χώρας στους δυτικούς θεσμούς.
Οι ηττημένοι που κατέληξαν νικητές.
Είναι δεδομένο πως η σκιά του παρελθόντος, της γεωγραφίας και της κουλτούρας θέτει όρια στην πολιτική κάθε χώρας. Το παρελθόν μπορεί να μην κινεί τα γεγονότα, αλλά είναι πάντοτε εκεί να τα επηρεάσει. Για να κατανοήσουμε λοιπόν τον τρόπο που οι πολιτικοί λαμβάνουν αποφάσεις, πρέπει να εξετάσουμε το πως σκέφτονται. Να ερμηνεύσουμε το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκαν αλλά και τη διαδικασία επιλογής των αποφάσεων.
Οι άνθρωποι δεν υιοθετούν απόψεις μόνο για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, αλλά για να ικανοποιήσουν τις ψυχολογικές και κοινωνικές τους ανάγκες. Είναι μάλιστα πολύ δύσκολο να αποδεχτεί κανείς το πως λειτουργεί ο κόσμος, όταν η δική του ισχύς εξαρτάται από τη μη κατανόηση του. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου άλλωστε, οι ηγέτες των σοβιετικών δυνάμεων προχωρούσαν σε κινήσεις υψηλού ρίσκου για να αποφύγουν απώλειες, επειδή τυχόν υποχώρηση μπορεί να τους δημιουργούσε εσωτερικά προβλήματα νομιμοποίησης της ισχύος τους.
Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο Νίκος Κοτζιάς έχουν γαλουχηθεί σε κομμουνιστικό περιβάλλον. Και ένας άνθρωπος πρόθυμος να συγγράψει ή να αναπαράγει κομμουνιστική προπαγάνδα σε εποχές που ο κομμουνισμός κατέρρεε, δείχνει το πόσο εμποτισμένος είναι με την απέχθεια προς την Ιστορία, την Ελευθερία και το εθνικό αφήγημα.
Γιατί φτάσαμε δυο διεθνιστές να κρατούν το τιμόνι;
Μια εξήγηση μπορώ να δώσω. Οι Έλληνες, μεθυσμένοι από την προοπτική του συνεχώς αυξανόμενου βιωτικού επιπέδου, ήδη από τη δεκαετία του 80’ αρχίσαμε να μισούμε το παρελθόν μας.
Η νεόπλουτη κοινωνία, μπροστά στην ευημερία έπαθε vertigo και έχασε τη συνείδηση της. Ξήλωνε βήμα βήμα το χθες που της θύμιζε την υλική της φτώχεια και νόμιζε πως αυτό την καθιστά ταυτόχρονα και προοδευτική. Μαζί όμως ξήλωνε -δίχως να το καταλαβαίνει- και το χαρακτήρα της.
Η χώρα των μεγάλων ευεργετών, που από πάμπτωχη και χρεοκοπημένη στις αρχές του 20ου αιώνα οδηγούνταν σε μια ιλιγγιώδη ανάπτυξη στις αρχές του 21ου, που μείωνε γεωμετρικά τον αναλφαβητισμό και έστελνε τα παιδιά της μανιωδώς στα Πανεπιστήμια του κόσμου, άρχισε να μισεί την κληρονομιά της. Η αιτία; Το γεγονός πως κάποιοι – κάποτε, βρήκαν όχημα σε μια ψεύτικη, φαιδρή επταετή εκδοχή εθνικισμού, για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.
Ξαφνικά εγκλωβιστήκαμε σε ένα αυτοάνοσο προοδευτισμό, ο οποίος έγινε της μόδας και ξεκινήσαμε να βλέπουμε το παρελθόν και την αγάπη για την πατρίδα ως κίνδυνο. Έτσι από τα μέσα του 90’, ξεκινήσαμε να λέμε μισές αλήθειες για τα εθνικά θέματα και να ακολουθούμε μόνιμη πολιτική ανοχής στις έξωθεν προκλήσεις, έχοντας υποσυνείδητα στο μυαλό μόνο τις πρόσκαιρες πλατιές κοινωνικές συμμαχίες με σκοπό την εναλλαγή στην εξουσία.
Η σημαία ξαφνικά μπορεί να καίγεται ή να την παίρνει ο αέρας, τα συνθήματα στους τοίχους βαφτίστηκαν δημιουργική αντίδραση, οτιδήποτε εθνικό ονομάστηκε εθνιστικό και η προστασία της Ιστορίας σχεδόν φασισμός.
Αυτή η κουλτούρα, βρήκε κρίσιμη έκφραση και στην πολιτική. Παραδώσαμε τα Πανεπιστήμια στο χάος εις το όνομα της ελεύθερης διακίνησης… ιδεών, ευνουχίσαμε την Αστυνομία και στηρίξαμε ξενοκίνητους – αντιδραστικούς διεθνιστές σε θέσεις κλειδιά, την ώρα που ο δυτικός κόσμος γίνονταν ολοένα και περισσότερο φιλελεύθερος.
Περισσότερη ατομική ευημερία, λιγότερος πατριωτισμός.
Και όλα αυτά, με αντάλλαγμα περισσότερη ατομική ευημερία. Πουλήσαμε μέρα με τη μέρα κομμάτια της εθνικής ψυχής μας για μια θέση στο Δημόσιο, μια εξυπηρέτηση ή ένα ρουσφέτι και σήμερα δεν υπάρχει κανείς να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν.
Πριν προλάβω να τελειώσω, θα απαντήσει κανείς, πως «φταίνε οι προδότες οι πολιτικοί». Φταίνε κάποιοι, κυρίως γιατί δεν καθοδήγησαν ως όφειλαν όταν είχαν τη δύναμη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δε φταίνε όσο νομίζουμε, μεταθέτοντας τις ευθύνες μας σ’ αυτούς.
Η Δημοκρατία είναι πολίτευμα ατομικής ευθύνης. Εάν ο πολίτης δε δημιουργήσει τα προσωπικά του στεγανά και δεν αντιληφθεί πως οι κάλπες είναι η κρίσιμη στιγμή που καθορίζει το μέλλον του και όχι την πόρτα μιας μελλοντικής εξυπηρέτησης, τότε έχει αποτύχει. Και εδώ αποτύχαμε όλοι. Και γι’ αυτό χρεοκοπήσαμε. Πρώτα ατομικά και μετά ως κράτος. Όχι το αντίστροφο.
Χρειαζόμαστε εδώ και τώρα ένα νέο Πατριωτισμό, που δε θα μείνει μόνο ως πολιτικό σύνθημα αλλά θα εμποτίσει την εκπαίδευση αλλά και την οικονομία. Ένα νέο κύμα αγάπης για την Πατρίδα βασισμένο όχι μόνο στα συναισθήματα, αλλά στην αλήθεια. Στην αλήθεια για το ποιοι είμαστε, τι δυνάμεις έχουμε και που μπορούμε να φτάσουμε αύριο.