«Ούτε μια ίντσα ανατολικότερα». Μ’ αυτή φράση ο Αμερικανός Υπ.Εξωτερικών James Baker θέλησε να καθησυχάσει στις 9 Φεβρουαρίου 1990 τον επικεφαλής της Σοβιετικής Ένωσης Mikhail Gorbachev.
Ήταν η εποχή που οι ηγέτες της Δύσης επιχειρούσαν να πείσουν τους σοβιετικούς να συναινέσουν στην ενοποίηση της Γερμανίας εντός του ΝΑΤΟ. Το αντάλλαγμα ήταν η δέσμευση για μη επέκταση της βορειοατλαντικής συμμαχίας προς ανατολάς, σε μια προσπάθεια να καθησυχαστούν οι ανησυχίες ασφαλείας της Μόσχας.
Από εκείνη τη στιγμή, μέχρι σήμερα, έχουν πολλά αλλάξει. Η Γερμανία ενώθηκε. Η ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας κατέρρευσαν. Το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και η διάδοχος Ρώσία «δεν είναι Σοβιετική Ένωση». Αν θέλουμε όμως η ανάλυση μας να είναι ρεαλιστική, οφείλουμε σ’ αυτό το σημείο να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις στην άκρη. Η Μόσχα μπορεί να μη συνιστά πια συστημικό κίνδυνο, ωστόσο παραμένει ένας από τους βασικούς παίκτες του διεθνούς συστήματος.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, έγραψα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της 29ης Ιανουαρίου, το παρακάτω κείμενο:
Σε ένα διεθνές σύστημα που είναι εξ’ ορισμού ανταγωνιστικό, τα κράτη είναι αναγκασμένα να διεκδικήσουν την ασφάλεια τους στη διεθνή αρένα. Κατά συνέπεια, όταν αισθανθούν πως απειλούνται, αντιδρούν. Όταν συνεπώς η Δύση ενέτεινε την προσπάθεια της να προσεταιριστεί την Ουκρανία, θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς πως η Ρωσία δε θα αντιδρούσε. Και αντέδρασε. Μπορεί η αντίδραση της να μην ήταν σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο, ωστόσο θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως ήταν μη αναμενόμενη.
Πριν τα γεγονότα της Κριμαίας το 2014, η Ρωσία αποδέχθηκε σχεδόν δίχως αντίδραση την ένταξη της Αλβανίας και της Κροατίας στο ΝΑΤΟ. Tο 2016 όμως, ρωσικές μυστικές υπηρεσίες φέρονται να έπαιξαν ρόλο στην αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής της Κυβέρνησης του Μαυροβουνίου, με τη χώρα να εντάσσεται τελικά την επόμενη χρονιά στη βορειοατλαντική συμμαχία.
Τα τελευταία χρόνια, η Ρωσία επιχειρεί μεθοδικά και με διάφορους τρόπους να επηρεάσει τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Με βασικό πεδίο δράσης τη Σερβία, ρωσικά συμφέροντα έχουν εμπλοκή σε όλες τις χώρες, με τη δυναμική τους να είναι ιδιαίτερα εμφανής στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την ΠΓΔΜ. Η επιχείρηση πρόσδεσης της γειτονικής χώρας στους δυτικούς θεσμούς, είναι μια εξέλιξη που το Κρεμλίνο δεν είδε ποτέ θετικά. Και πιθανότατα επιχείρησε να την αποτρέψει.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα, όσων ήταν υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, ήταν πως η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, κλείνει ένα κενό ασφαλείας στην περιοχή και ενισχύει τη διακρατική συνεργασία και την ειρήνη στην περιοχή. Υπάρχει όμως και μια αντίστροφη ανάγνωση. Αν κάτι μας διδάσκει η υπόθεση της Ουκρανίας, είναι πως μετά την προσπάθεια ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στη χώρα, ακολούθησε η κατάληψη της Κριμαίας και η ουσιαστικά αυτονόμηση των περιοχών του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ.
Η εξάπλωση του ΝΑΤΟ συνεπώς προς ανατολάς, κατά παράβαση των ιστορικών δεσμεύσεων προς τους Σοβιετικούς, δεν έφερε απαραίτητα ειρήνη. Αντίθετα, αποτελεί σήμερα ένα βασικό ζήτημα για την παγκόσμια ασφάλεια. Δεν είναι παρακινδυνευμένο να ισχυριστεί κανείς λοιπόν, πως στην ουσία έδωσε το έναυσμα στο Ρώσο Πρόεδρο να εντείνει τις επεκτατικές του βλέψεις. Συνεπώς, αν ακολουθήσουμε τη ρεαλιστική θεώρηση μέχρι τέλους, δε θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη στο μέλλον, μια ρωσική αντίδραση στη νατοϊκή ολοκλήρωση στα Βαλκάνια. Άλλωστε σχεδόν ταυτόχρονα με την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο Ρώσος Πρόεδρος έγινε δεκτός από περισσότερους από 100.000 Σέρβους στο Βελιγράδι.
Αν και η τακτική της Ρωσίας -σε περιοχές εκτός του μαλακού της υπογαστρίου- φαίνεται να περιορίζεται λόγω πόρων και ισχύος στην αποκόμιση οφελών διά μέσου της έντασης των εσωτερικών διχασμών και της ανάδειξης των αποτυχιών της Δύσης, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως τα Βαλκάνια είναι μια διαφορετική περίπτωση. Υπήρξαν πάντοτε ευάλωτα σε εθνικισμούς και το αποτύπωμα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία αλλά και της επέμβασης στο Κόσοβο είναι ακόμα εμφανές. Πόσο μάλλον, όταν στα μάτια της τοπικής κοινής γνώμης, η Ρωσία παραμένει ένα ισχυρό ανάχωμα προς τη Δύση.