Μόνο αυτός.

Ο Μάρκους Ράσφορντ είναι Βρετανός διεθνής ποδοσφαιριστής, 23 ετών, του οποίου η αξία αποτιμάται στα 85 εκατ. ευρώ. Γεννημένος στην ευρύτερη περιοχή του Μάντσεστερ αγωνίζεται για τη Γιουνάιτεντ από 7 ετών. Μεγαλωμένος σε φτωχή οικογένεια κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να κερδίσει ένα χρυσό συμβόλαιο, ικανό να αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, όταν το Μάρτιο του 2020, η βρετανική Κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τα σχολεία λόγω της πανδημίας, ο Ράσφορντ εξέφρασε την αγωνία του για τα περίπου 200,000 παιδιά της περιοχής που θα στερούνταν τα σχολικά γεύματα. Αρχικά ξεκίνησε να συλλέγει δωρεές, όμως σταδιακά χρησιμοποίησε την αναγνωρισιμότητα του για να πιέσει τη βρετανική κυβέρνηση να μην αφήσει στην τύχη τους αυτά τα παιδιά.

Με μια ανοιχτή επιστολή του, κάλεσε Κυβέρνηση και Βουλευτές να αλλάξουν την απόφαση για διακοπή των γευμάτων και έπειτα από την έκταση που έλαβε το θέμα, το πέτυχε. Κάνοντας ειδική μνεία στο κίνημα που είχε δημιουργήσει ο ποδοσφαιριστής, ο Μπ.Τζόνσον ανακοίνωσε την επέκταση των σχολικών γευμάτων και τις ημέρες που τα σχολεία είναι κλειστά. Κι’ όμως, το Βρετανικό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να συζητήσει το ζήτημα της παιδικής φτώχειας. Ξεκινώντας από το twitter, ο ποδοσφαιριστής αποφάσισε να εντείνει τη δράση του. Έχοντας 300.000 υπογραφές στήριξης ξεκίνησε μια εκστρατεία πίεσης προς την Κυβέρνησης με χιλιάδες πολίτες να αναδημοσιεύουν τα αιτήματα του. Και τα κατάφερε. Ανάγκασε μάλιστα, τον ίδιο το Βρετανό Πρωθυπουργό να του τηλεφωνήσει για να του ανακοινώσει πως εξασφάλισε άλλα 400 εκατ. λίρες για σχολικά γεύματα. Όπως ο ίδιος ο Μπόρις Τζόνσον ομολόγησε, η καμπάνια του Ράσφορντ ήταν μακράν η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση, που είχε να αντιμετωπίσει.

Υπό άλλες συνθήκες, ο Ράσφορντ θα ζούσε το όνειρο του, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν γύρω. Όπως όμως έγραψε ο ίδιος, δε θα μπορούσε να αγνοήσει το πρόβλημα με τα σχολικά γεύματα, διότι το είχε βιώσει ο ίδιος. Ήταν ένα από εκείνα τα παιδιά, που «έκανε θόρυβο το στομάχι τους και μετρούσαν τις ώρες να πάνε στο σχολείο προκειμένου να φάνε».

Την υπόθεση, τη θυμήθηκα με αφορμή την είδηση της πρόσκλησης του Γ.Αντετοκούμπο στο προεδρικό μέγαρο με αφορμή την επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Ο Γιάννης δεν είναι μόνο πρωταθλητής του κορυφαίου πρωταθλήματος μπάσκετ. Παραμένει ένα παιδί που σοκάρεται από τη σπατάλη και έχει βιώσει με τον πιο δραματικό τρόπο τι σημαίνει να γεννιέσαι σε ένα τόπο, που σε θεωρεί ξένο. Μέχρι η στρέβλωση αυτή να διορθωθεί οριστικά και τα παιδιά των μεταναστών, που γεννιούνται στην Ελλάδα και ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, να λαμβάνουν αυτόματα και χωρίς καθυστερήσεις την ελληνική ιθαγένεια, η ιστορία του Γιάννη θα παραμένει ένα αγκάθι. Αγκάθι όχι μόνο για τους πολιτικούς, αλλά και για όλους εμάς πια, που καλούμαστε να σπουδάσουμε ή να δουλέψουμε με ανθρώπους που έχουμε πάει στα ίδια σχολεία, στα ίδια Πανεπιστήμια, αλλά ακόμα παλεύουν να αποδείξουν ότι δεν είναι ξένοι. Δε γνωρίζω πως σκέφτεται ο Γιάννης και εάν θα αποδέχονταν ένα τέτοιο ρόλο. Όμως εάν κάποιος έχει τη δύναμη, να ρωτάει κάθε πολιτειακό εκπρόσωπο που τον πλησιάζει για μια φωτογραφία, τι έκανε για να μη νιώσουν άλλα παιδιά ξένα στη χώρα τους, είναι μόνο αυτός.