Η κάθοδος του Τ.Ερντογάν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, με αφορμή την επέτειο του Αττίλα και τις ανακοινώσεις για προσάρτηση στο ψευδοκράτος των Βαρωσίων στην Αμμόχωστο, διέψευσε για ακόμα μία φορά, όλους εκείνους που εδώ και δεκαετίες φαντασιώνονται πως μπορούμε να συνεννοηθούμε με την Τουρκία. Η αντίληψη όμως του τουρκικού πολιτικού προσωπικού για την Ελλάδα, την ισχύ και το ρόλο της στην περιοχή είναι αμετάβλητη εδώ και τελευταίες δεκαετίες. Πριν τον Ερντογάν, που για ένα μέρος των Ελλήνων αναλυτών στην αρχή φάνταζε ως ο θεμελιωτής ενός κοσμοπολίτικου ισλαμισμού, ήταν οι κεμαλιστές. O Ετσεβίτ, ο Ντεμιρέλ, ο Οζάλ, η Τσιλέρ. Όλοι τους ήταν θιασώτες της άποψης πως η Ελλάδα είναι μια αδύναμη χώρα, που υπάρχει χάρη στην προστασία της Δύσης, εμποδίζοντας το ιστορικό πεπρωμένο της Τουρκίας να κυριαρχήσει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως η αναβλητική ακινησία τόσων δεκαετιών στα μεγάλα διμερή ζητήματα, δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης ειλικρινούς επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Οφείλεται στο ότι το τουρκικό πολιτικό σύστημα δεν αναγνωρίζει την Ελλάδα ως ισότιμο παίκτη με την Τουρκία στο διεθνές σύστημα. Κι’ αυτή η παραδοχή οδηγεί σε πράξεις που αμφισβητούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.
Σήμερα, η Τουρκία δε μπορεί να είναι έμπιστος εταίρος σε οτιδήποτε. Μέχρι να υπάρξουν απτά δείγματα σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας, η σκιά που έχει αφήσει η κατοχή της βόρειας Κύπρου, η τραγωδία των Ιμίων και οι δολοφονίες των Ισαάκ, Σολωμού και Ηλιάκη επιβάλλουν την ανάγκη ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας. Η Άγκυρα κάθε φορά που κλήθηκε να τηρήσει μια διεθνή συμφωνία την παραβίασε ή την παρέκαμψε.
Ο Ερντογάν καταπατά κάθε έννοια δικαίου εντός των συνόρων και την ίδια ώρα συμπεριφέρεται στο διεθνές σύστημα αψηφώντας κάθε νόρμα, ακόμα και έναντι των ΗΠΑ. Συνεχίζει με απλά λόγια, την τουρκική παράδοση που συμπεριλαμβάνει την καταπάτηση των πρωτοκόλλων του ΟΗΕ, την αποστολή μισθοφόρων και όπλων σε Συρία και Λιβύη, τη μη αποδοχή του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά αμφισβητεί ακόμα και την προσήλωση στο ρόλο του ΝΑΤΟ, με την υπόθεση των S-400. Δεν προκύπτει από πουθενά συνεπώς, πως υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να είναι αξιόπιστος εταίρος σε οποιαδήποτε συμφωνία συνεκμετάλλευσης ενεργειακών πόρων ή στο Κυπριακό, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται διεθνής μηχανισμός συμμόρφωσης.
Η Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια βγήκε από την εποχή των ψευδαισθήσεων, όπου το διεθνές δίκαιο ήταν η μόνιμη και δυστυχώς η μόνη επωδός στα διεθνή φόρα. Είναι τόσο εκκωφαντική η υποταγή αυτής της επιχειρηματολογίας στην πραγματικότητα άλλωστε, που ακόμα και οι άλλοτε υμνητές του σχεδίου «Ανάν» αδυνατούν να πια απαντήσουν πειστικά στο πως θα διασφαλίζονταν η τήρηση της συμφωνίας ή πως σήμερα μπορεί να αναχαιτίσει κανείς τις φιλοδοξίες του Ερντογάν στο Αιγαίο, δίχως αύξηση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Όλοι μας θα θέλαμε ένα «Αιγαίο θάλασσα ευημερίας και ειρήνης», αλλά μέχρι η Τουρκία να αποφασίσει να ζήσει ισότιμα μαζί μας, η απόκτηση των Rafale θα παραμένει η μόνη ρεαλιστική λύση προστασίας του Έθνους.