Η εξωτερική πολιτική δεν είναι ένας τομέας που ενδιαφέρει τους ψηφοφόρους. Αυτοί ενδιαφέρονται για την οικονομία, την υγεία, τις κοινωνικές ανισότητες. Οι πολίτες στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη διεθνή αρένα μόνο κατά το ξέσπασμα μιας κρίσης και το διατηρούν όσο υπάρχει δράμα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε συνεπώς, πως οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν ένα πεδίο με περισσότερη ελευθερία για τους ηγέτες, στο οποίο μπορούν να ξεδιπλώσουν τη στρατηγική τους, δίχως φόβο για το πολιτικό κόστος.
Μέσα σε 4 χρόνια, ο Ντ.Τραμπ δεν άλλαξε την Αμερική, όπως είχε υποσχεθεί.
Άλλαξε όμως την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, αναθεωρώντας το ρόλο της χώρας διεθνώς. Η αναδίπλωση των αμερικανικών δυνάμεων, άνοιξε την κουβέντα εντός της Ε.Ε. για περισσότερη έμφαση στην κοινή εξωτερική πολιτική και Άμυνα, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα λαμβάνουν μέτρα για το ενδεχόμενο που σε ένα θερμό επεισόδιο, το τηλέφωνο στο Λευκό Οίκο δε θα απαντά κανείς.
Η κριτική που δέχτηκε ο απερχόμενος Αμερικανός Πρόεδρος για την προσέγγιση
του στις εξωτερικές υποθέσεις είναι δριμεία. Αιτία είναι η αμφισβήτηση του ίδιου του DNA της παραδοσιακής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: Της ανάγκη εξάπλωσης της Δημοκρατίας μέσα από διεθνείς και πολυμερείς συνεργασίες. Ο Ντ.Τραμπ δεν πίστευε τίποτα από τα δύο. Στη θεώρηση του ήταν απόλυτα λογικό να έχει καλές σχέσεις με αυταρχικούς ηγέτες και να αρνείται να πληρώσει για την άμυνα της Ευρώπης.
Εντός των ελληνικών συνόρων, η βασική κριτική στον Τραμπ εστιάζει στον τρόπο
που διαχειρίστηκε το αξίωμα του και τις σχέσεις του με τον Τ.Ερντογάν. Παρ’ όλα αυτά, από τη θητεία του, η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη. Ψηφίστηκε ο East Med Act, η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα των F-35 και ήρθη μερικώς το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Αντίστοιχα, ο αναπτυξιακός μηχανισμός της αμερικανικής Κυβέρνησης στηρίζει με κεφάλαια επενδύσεις στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και τα ναυπηγεία σε Νεώριο Σύρου, Σκαραμαγκά και Ελευσίνα. Επιπλέον, για πρώτη φορά υπεγράφει συμφωνία για την Έρευνα και Τεχνολογία, ενώ μια σειρά από αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς έχουν ανακοινώσει επενδύσεις στην Ελλάδα.
Αν μάλιστα επιχειρήσει να αναλύσει κανείς ευρύτερα τα ελληνικά συμφέροντα στην
περιοχή, μπορεί να αθροίσει και την επιτυχία του σχεδίου του για τη Μέση Ανατολή, όπου το Ισραήλ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ενδυναμώνοντας τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, απέναντι στην Τουρκία.
Η επόμενη ημέρα θα είναι διαφορετική. Η στήριξη που έχουν προσφέρει στα
ελληνικά συμφέροντα τα στελέχη των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, είναι αξιοσημείωτη. Επιπλέον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα διατηρεί στενούς δεσμούς με συμβούλους του νέου Προέδρου Τζ.Μπάιντεν, οι οποίοι γνωρίζουν καλά την περιοχή μας. Αυτό από μόνο του εξασφαλίζει άμεση κατανόηση των ελληνικών θέσεων.
Καθήκον της ελληνικής Κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει, πως η στήριξη που
δόθηκε από τη διακυβέρνηση Τραμπ, θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση από τη νέα
Προεδρία. Δεν είναι λίγοι όμως, οι αναλυτές εκείνοι που επισημαίνουν, πως μια επιστροφή σε ένα ισχυρό ΝΑΤΟ, επιφυλάσσει σημαντικό ρόλο για τη χώρα που διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό μεταξύ των μελών του. Την Τουρκία. Κι’ αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ακόμα όπλο στη φαρέτρα του Τ.Ερντογάν.
*To άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά, 04.11.2020