Η εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αποτέλεσε τη βαλβίδα εκτόνωσης της τεράστιας πίεσης, που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου. Μέσα σε ένα μεσημέρι, οι αμερικανικές ελίτ συνειδητοποίησαν με τραγικό τρόπο, πως οι δυο ωκεανοί δεν μπορούν πια να εγγυηθούν την ασφάλεια τους, ούτε καν στην καρδιά της Ν.Υόρκης.
Η ομόθυμη απόφαση για εισβολή με αίτημα καταστροφής της τρομοκρατικής οργάνωσης που ενορχήστρωσε το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, πολύ σύντομα μεταβλήθηκε. Και από τη διάλυση του «άξονα του κακού» μετασχηματίστηκε σε προσπάθεια ανοικοδόμησης ενός νέου αφγανικού κράτους.
Με κομβική θέση στην Κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν αποτέλεσε από την αρχαιότητα πεδίο μαχών μεταξύ των λαών της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική ηγεσία επέμενε για σχεδόν δύο δεκαετίες, πως ήταν αναγκαία η παραμονή της στη χώρα, ώστε να εκπαιδευτούν οι Αφγανοί στο πως να υπερασπίζονται τον τόπο τους. Οι Αφγανοί όμως, γνώριζαν πολύ καλά πώς να πολεμούν, όπως η Ιστορία έχει δείξει. Αυτό που τους έλειψε ήταν ένας λόγος για να μείνουν στη χώρα τους.
Είναι προφανές, πως η εμμονή της Δύσης να χτίσει θεσμούς και να «εξάγει Δημοκρατία» με βάση τα δικά της πρότυπα, σε μια περιοχή δίχως τη δική της πολιτισμική ανάπτυξη, αποδείχθηκε κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα, τα αμερικανικά κεφάλαια που δαπανήθηκαν αποδείχθηκαν πιο χρήσιμα απ’ ότι τα υπερσύγχρονα όπλα των δυτικών συμμάχων. Μόλις τα χρήματα στέρεψαν λόγω της αποχώρησης των ΗΠΑ, οι ίδιοι οι φύλαρχοι που μέχρι χθες εγγυόνταν την ασφάλεια στις περιοχές τους, έκαναν συμφωνία με τους Ταλιμπάν και η άμυνα που επί δύο δεκαετίες χτίζονταν, κατέρρευσε σε λίγες ώρες.
Με ετήσιο κόστος που άγγιζε τα 54 δις και μια εκστρατεία, που υπολογίζεται πως μακροπρόθεσμα έχει στερήσει από τους Αμερικανούς περίπου 2 τρις δολάρια, εύλογα αναρωτιέται κανείς, εάν η «επένδυση» αυτή και ο βαρύς φόρος αίματος, άξιζαν τον κόπο. Η πρώτη απάντηση είναι όχι και αυτό οφείλεται σε ένα δομικό λάθος στην προσέγγιση της Δύσης.
Εάν τα χρήματα, που δαπανήθηκαν για κατασκευή των θεσμών της κεντροασιατικής χώρας, είχαν προσφερθεί για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων και των υποδομών, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Είναι αυτονόητο, πως ο κίνδυνος απώλειας ενός βιώσιμου επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, θα δημιουργούσε ισχυρότερα κίνητρα στους ντόπιους να αμυνθούν έναντι σε οποιοδήποτε επιχειρούσε να το καταλύσει. Η υπεράσπιση όμως της δημιουργίας μιας νέας αστικής ελίτ με δυτικότροπα σχολεία και κόμματα, δεν είναι κάτι που αφορά μαζικά τον πληθυσμό και σίγουρα όχι επαρκές κίνητρο, για να θυσιάσει κανείς τη ζωή του απέναντι σε ομοεθνείς του, έστω και ακραίους.
Κι’ αυτό είναι ένα μάθημα που θα πρέπει να αντιληφθεί έγκαιρα η Δύση. Με την αποχώρηση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ολοκληρώνεται ουσιαστικά μια περίοδος, που με αποκορύφωμα την Αραβική Άνοιξη και την εξέλιξη της, διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση εξαγωγής δημοκρατικών θεσμών σε περιοχές που ακόμα βιώνουν πολιτική υπανάπτυξη. Το γεγονός πως ο τέως Πρόεδρος Γκάνι φωτογραφίζονταν με τους πλέον ισχυρούς του κόσμου, δεν ικανοποιούσε καμία ανάγκη του μέσου Αφγανού, παρά μόνο τη ματαιοδοξία των δυτικών ηγετών ως «εξαγωγείς Δημοκρατίας». Αποδείχθηκε όμως για ακόμα μία φορά, πως οι κοινωνίες δεν εκπαιδεύονται τόσο εύκολα και σίγουρα δεν έχουν ανάγκη ελίτ, πριν αποκτήσουν τα βασικά. Κυρίως, την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον που να τους αφορά.