Δεν είναι ψέμα, πως η συζήτηση για την ασφάλεια της Ευρώπης έχει μπει για τα καλά στην ατζέντα των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι διαφορετικές αντιλήψεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του μπλοκ καθιστούν αρκετά σημαντική την απόσταση που έχουν να διανύσουν οι 27, μέχρι τη στιγμή που οι πρώτοι στρατιώτες θα φέρουν τα διακριτικά του Ευρωστρατού. Όμως η σύσταση ενός αμυντικού βραχίονα, ανεξάρτητου από το ΝΑΤΟ, δε συγκινεί το ίδιο όλες τις χώρες, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα αντίθεση. Από τη μία, οι μεγάλες χώρες της Δύσης, που αντιλαμβάνονται πως η εξάρτηση από τις ΗΠΑ κρύβει σημαντικές δεσμεύσεις, όπως για παράδειγμα στη διαχείριση της Κίνας. Κι’ από την άλλη, οι ανατολικές και βαλτικές χώρες, που σε όλα τα ζητήματα συνυπολογίζουν τον παράγοντα της ρωσικής εμπλοκής στις υποθέσεις τους, έχοντας αμφιβολίες για το κατά πόσο η Ευρώπη θα είναι το ίδιο στιβαρή απέναντι στη Μόσχα, όπως είναι σήμερα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Το αδιέξοδο αυτό καταγράφηκε αυτή την εβδομάδα στη Σύνοδο Κορυφής της Σλοβενία, τη μοναδική χώρα μαζί με την Κροατία, που έχουν καταφέρει να εκπληρώσουν τις συνθήκες και να συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλβανία, Βοσνία, Β.Μακεδονία, Κόσοβο, Μαυροβούνιο και Σερβία συνωστίζονται στο κατώφλι της ενταξιακής διαδικασίας ευελπιστώντας να επανεκκινήσουν σύντομα οι διαδικασίες. Η προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων άνοιξε -με την κρίσιμη εμπλοκή της Ελλάδας- ήδη από το 2003, ωστόσο ακόμα υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Η αδυναμία των χωρών αυτών να πατάξουν τη διαφθορά και να εγκαθιδρύσουν κράτος δικαίου αποτελεί τη μόνιμη επωδό, όσων καλούνται να αιτιολογήσουν δημόσια την καθυστέρηση. Και εν μέρει, δεν έχουν άδικο. Η πραγματικότητα ωστόσο επιδεινώθηκε από την εμπειρία της τελευταίας μαζικής διεύρυνσης του 2004, η οποία στην ουσία επιδείνωσε τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμπνοια γύρω από θεμελιώδεις έννοιες, με αποκορύφωμα όσα συμβαίνουν σε Ουγγαρία και Πολωνία σήμερα.
Δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες λοιπόν, που απορρίπτουν οποιαδήποτε ένταξη χώρας πριν το 2025. Όμως πέρα από τα αμιγώς ευρωπαϊκά ζητήματα, η εξίσωση των Βαλκανίων έχει και γεωπολιτική πτυχή. Η συνεχής διείσδυση της Ρωσίας και της Κίνας στις βαλκανικές οικονομίες, δημιουργεί δυναμικές συνθήκες εξάρτησης και ενίοτε συγκρουσιακές διεκδικήσεις, αντίθετες με τις ευρωπαϊκές επιδιώξεις στην περιοχή. Επιπλέον, οι ευγενείς συγκρουσιακές σχέσεις των λαών της περιοχής απειλούν συνεχώς με νέα ανάφλεξη, γεγονός που -πέρα από τις εθνικιστικές εξάρξεις- ερμηνεύεται και ως μια απέλπιδα προσπάθεια των ηγετών της περιοχής, να πιέσουν την Ευρώπη, να οριοθετήσει συγκεκριμένο μονοπάτι ενταξιακών διαδικασιών. Το μόνο βέβαιο είναι πως πριν οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση, στις Βρυξέλλες αυτή τη φορά θα φροντίσουν να προστατέψουν τα νώτα τους, αλλάζοντας τον κανόνα της ομοφωνίας για τις σημαντικές υποθέσεις. Ήδη μάλιστα, ο νυν Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας έχει φροντίσει να είναι ξεκάθαρος, σημειώνοντας πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε όμηροι εκείνων που παραλύουν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ». Μια ενδεχόμενη διεύρυνση συνεπώς, δεν αποκλείεται να συνδεθεί άμεσα με το ζήτημα αυτό.