Στην επέτειο συμπλήρωσης 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση, εν μέσω πανδημίας, το 23% των γιατρών και το 49% των νοσηλευτών στα δημόσια νοσοκομεία αρνούνται να εμβολιαστούν, βάζοντας σε κίνδυνο τους ασθενείς. Δύο αιώνες μετά τη θυσία χιλιάδων Ελλήνων για την Ελευθερία, μόλις 61 ιδιώτες γιατροί συστρατεύθηκαν στη μάχη που δίνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας και χρειάστηκε επίταξη. Λίγες ώρες πριν την επέτειο εξέργερσης του Γένους, αρκετοί φαρμακοποιοί ζήτησαν αμοιβή για να μοιράζουν τα δωρεάν τεστ στους πολίτες. Αντίστοιχα, από την αρχή του χρόνου μετρήθηκαν περισσότερες από 650 συγκεντρώσεις – υγειονομικές βόμβες, σε μια πράξη οδηγεί στο ίδιο σημείο με την πορεία προς το Ζάλογγο.
Πλάι σε όλους αυτούς, υπάρχει ένας κόσμος που αντιστέκεται στη ιδιοτέλεια. Υπάρχουν χιλιάδες υγειονομικοί που δίνουν κυριολεκτικά μάχη για να κρατήσουν όρθια τα νοσοκομεία. Υπάρχουν δάσκαλοι, που πασχίζουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών μπροστά από μια οθόνη. Υπάρχουν επαγγελματίες, που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους και μαζί τις θέσεις εργασίας. Δυο αιώνες μετά την Παλιγγενεσία, που πολλοί στην αρχή της απαρνήθηκαν για να μη χάσουν τη βόλεψη τους, υπάρχει ένας λαός που συνεχίζει να συγκρούεται με τον εαυτό του, πότε κοιτάζοντας την πάρτη του και πότε στεκόμενος με θάρρος στο Χάνι της Γραβιάς.
Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, «ο νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής». Άλλοτε ως μέλη ενός «μικρού και αλαζονικού Έθνους» κατά το Νίτσε, κι’ άλλοτε ως τα πιο «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», οι Έλληνες ζούμε σε ένα τόπο που σχοινοβατεί ανάμεσα στην ευθύνη της κληρονομιάς της αρχαιότητας και έλξη των βυζαντινισμών. Τα 400 χρόνια σκλαβιάς, μας καθόρισαν περισσότερο από όσο μεταξύ μας ομολογούμε γι’ αυτό και παραμένουμε ένας λαός που ταυτίζεται την παράτολμη Αντιγόνη και σπανιότερα από την μετριοπαθή Ισμήνη.
Ακόμα και μέσα στο δυισμό του, το ελληνικό Έθνος μέσα σε δυο αιώνες κατάφερε να μεγαλώσει, να πλουτίσει και να συνομιλεί ευθέως με τις τις Δυνάμεις στις οποίες για την ανεξαρτησία του αναζήτησε προστασία. Μόλις μέσα σε διακόσια χρόνια, η υποδουλωμένη Ελλάδα, από την απόλυτη φτώχεια και το βαλκανικό φεουδαρχισμό κατάφερε να κάθεται στα ίδια τραπέζια με τις κάποτε προστάτριες δυνάμεις της, προσπερνώντας τους γείτονες της σε επίπεδα ανάπτυξης και δημοκρατίας.
Το μόνο που δεν κατάφερε είναι να αποκτήσει ένα Έθνος που έχει αποτινάξει πλήρως την οθωμανική συνδιαλλαγή και περιχαράκωση γύρω από τις μικρο-εξουσία. Για μέρος των Ελλήνων, το επάγγελμα παραμένει μια κατάκτηση, που ενέχει κοινωνικές προεκτάσεις. Γύρω από αυτό συχνά περιχαρακώνεται, συντεχνιάζεται και οργανώνει την αντίσταση του απέναντι στο κράτος, ξεχνώντας όμως, πως η δουλειά πέρα από μέσο πλουτισμού είναι και μέσο για να συνεισφέρεις σε μια καλύτερη κοινωνία.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα πάρει να ωριμάσει αυτό μέσα μας, όμως διαχρονικά έχουμε ανάγκη από εκείνους, που με φωτιά και τσεκούρι θα απαλλάξουν τη χώρα από την ιδιοτέλεια. Η ψηφιακή επανάσταση που διεξάγεται εδώ και 1,5 χρόνο στη δημόσια διοίκηση είναι μια κάποια λύση, όμως θα μείνει ατελής, εάν σε σηκώσουμε έγκαιρα ανάστημα σε όσους αποτυγχάνουν να απεξαρτηθούν από τον κοτζαμπασισμό. Ζούμε στο δικό μας 21’, αλλά επιμένουμε να μην αναλαμβάνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί.