Από το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης μέχρι την εισβολή οπαδών του Ντ.Τραμπ στο Καπιτώλιο έχει περάσει μια δεκαετία. Η πρώιμη ανακήρυξη των ψηφιακών εφαρμογών σε μέσα αδιαμεσολάβητης κοινωνικής αυτοοργάνωσης και χειραφέτησης των λαών, έχει δώσει τη θέση της στο σκεπτικισμό σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας τους, το ρόλο τους στις Δημοκρατίες και την αυξανόμενη ισχύ που αποκτούν.
Τι έχει μεσολαβήσει; Η ρωσική εμπλοκή στις Αμερικανικές εκλογές του 2016. Οι καμπάνιες έντασης μίσους στην Καταλωνία και το μεταναστευτικό. Η υπόθεση της Cambridge Analytica στο Brexit. Η γενοκτονία στη Μυανμάρ. Η έξαρση συνωμοσιολογίας γύρω από την πανδημία κ.α. Μια σειρά δηλαδή, από παγκόσμια ή περιφερειακά γεγονότα, όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες χρησιμοποιήθηκαν για την ένταση του κοινωνικού διχασμού και της παραπληροφόρησης. Η πραγματικότητα υποδεικνύει πως οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν εξελιχθεί σε συστημικούς παίκτες για τις κοινωνίες μας, αποκτώντας κρίσιμο ρόλο στη Δημοκρατία.
Η πανδημία έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ο περιορισμός της κοινωνικής ζωής και η εργασία από το σπίτι οδήγησαν σε μεγαλύτερη εξάρτηση των ανθρώπων από τον ψηφιακό κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή που οι ψηφιακοί κολοσσοί, όχι μόνο διαχειρίζονται τόνους προσωπικών μας δεδομένων, αλλά επηρεάζουν με τον τρόπο λειτουργίας τους την κοινωνική συνοχή και τον πολιτικό διάλογο.
Δε χώρα καμία αμφιβολία πως ο Ντ.Τραμπ αποδείχθηκε ένας επικίνδυνος πολιτικός. Η δυνατότητα όμως ενός CEO επιχείρησης να μπορεί να τραβήξει την πρίζα των λογαριασμών ενός εκλεγμένου πολιτικού ηγέτη, επειδή η εταιρία του – δίχως καμία νομιμοποίηση- κρίνει πως συνιστούν απειλή για τη Δημοκρατία είναι επικίνδυνη. Είναι ωμή παρέμβαση στον πολιτικό διάλογο και μαζί με την αποδεδειγμένη ανοχή στην παραπληροφόρηση, τη ρητορική μίσους ή συγκεκριμένες κοινωνικές αντιλήψεις μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός παράγοντας για την ποιότητα της Δημοκρατίας.
Ακόμα και εάν υποστηρίζει κανείς πως ο Τραμπ υποκίνησε σε μίσος και βία, αυτό που τρομάζει είναι η ισχύς και η διάθεση παρέμβασης των εφαρμογών στο περιεχόμενο κατά περίπτωση. Η βασική θέση των ψηφιακών πλατφορμών ήταν πως δε μπορούν να έχουν ευθύνη για το περιεχόμενο που αναρτάται σε αυτές. Στην περίπτωση του Αμερικάνου Προέδρου ωστόσο, έδρασαν διαφορετικά, κάνοντας χρήση μιας ισχύος που εκπορεύεται από τη μη ρύθμιση του πλαισίου λειτουργίας τους.
Μέχρι σήμερα, οι πλατφόρμες κρύβονταν πίσω από τις διατάξεις ελευθερίας του λόγου. Το μέγεθος της παρέμβασης όμως στην περίπτωση Τραμπ, στην ουσία συνιστά αποδοχή των διαχρονικών αντιδράσεων από πολιτικούς θεσμούς. Από την Α.Μέρκελ μέχρι οργανισμούς της Αριστεράς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το σοκ της φίμωσης ήταν διάχυτο. Στην πραγματικότητα όμως, η πραγματική συζήτηση δεν έχει να κάνει με αυτό, ούτε με το φόβο ότι ο Μ.Ζούκερμπεργκ μπορεί να έχει πολιτικές βλέψεις. Έχει να κάνει με τη δεσπόζουσα θέση τους και το φόβο ότι θα επιχειρήσουν εκ νέου να καθορίσουν το τι συζητιέται και με ποιους όρους στη σύγχρονη Αγορά του διαδικτύου.
Σαφώς και μια κοινωνία δε μπορεί να αναθέσει σε ένα ψηφιακό κολοσσό τον έλεγχο και τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και η περασμένη εβδομάδα κατέστησε σαφές σε όλους τους προφανείς κινδύνους σε αυτό. Και τουλάχιστον η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να τους έχει καταλάβει.
*To κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16.01.2021