Το κατά Πισσαρίδη ευαγγέλιο

Εάν ανατρέξει κανείς στις σελίδες 2,3 και 4 του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, που συνέταξε η ομάδα του νομπελίστα οικονομολόγου Χριστόφορου Πισσαρίδη, θα βρει μερικούς από τους επιφανέστερους των Ελλήνων στα αντικείμενα που πραγματεύεται. Δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι κορυφαίοι, που να καταλαβαίνουν πως λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος και να διαθέτουν ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Αυτοί είναι. Κάτι σαν εθνική Ελλάδος.

Η πρόταση τους λοιπόν για την αξιοποίηση των 72 δισ. που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως αντίδοτο στην πανδημία, είναι ο οδικός χάρτης σύγκλισης της Ελλάδας με τον προηγμένο κόσμο. Για να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο, πρέπει το Σχέδιο Πισσαρίδη να γίνει ευαγγέλιο σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης. Πλέον ξέρουν όλοι που πρέπει να φτάσουμε, σε σημαντικό βαθμό λεπτομέρειας και δε μπορεί να υπάρξει αιτιολογία. Είναι τόσο μεγάλος ο σχεδιασμός λόγω των τεράστιων επιπτώσεων της πανδημίας, που στην ουσία μιλάμε για ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα σε ένα εντελώς νέο δημοσιονομικό περιβάλλον που διαμορφώνει η έλλειψη 19 δισ. από την καθίζηση της οικονομίας.

Πολιτικά, εδώ και ένα χρόνο η Κυβέρνηση πορεύεται χωρίς αντίπαλο. Κι’ αυτό δεν είναι καλό για την ίδια. Είναι πρόβλημα, διότι ο μόνος μοχλός πίεσης για παραγωγή έργου είναι το φραγγέλιο του Πρωθυπουργού. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι υποτονικός. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντί να ανοίγεται μέσα από παραγωγική πολιτική σε ευρύτερα κοινά, θυμίζει σε κάθε ευκαιρία γιατί την απομάκρυνε ο κόσμος από την εξουσία. Εάν κάποιος ήθελε να κάνει σοβαρή κριτική που να στρίμωχνε το Μέγαρο Μαξίμου, θα εστίαζε σε δύο σημεία.

Το πρώτο θα έπρεπε να είναι το γιατί η Κυβέρνηση δεν έχει ξεκινήσει ήδη να κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Η λαϊκή εντολή του περασμένου Ιούλη ήταν τόσο εκκωφαντική, που ήδη έπρεπε οι μπουλντόζες να ξεθεμελιώνουν απομεινάρια αποτυχημένων πολιτικών. Το αίτημα του 40% των Ελλήνων ήταν ένα και μοναδικό. Να φύγουμε μπροστά.

Οι πολίτες στήριξαν την προοπτική μιας Κυβέρνησης Μητσοτάκη, διότι ήταν μόνος που μπορούσε να βγάλει από τη λάσπη μια ταλαιπωρημένη χώρα και να τη βάλει στα σοβαρά στο χάρτη του κόσμου. Ο απολογισμός των πρώτων δώδεκα μηνών είναι θετικός, με σχεδόν 100 νομοσχέδια. Ελάχιστα όμως από αυτά αποτέλεσαν πραγματικές συγκρούσεις με ό,τι μας χρεοκόπησε και αγγίζουν τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου.

Το δεύτερο είναι πιο δομικό. Σε αντίθεση με την πανδημία, που είναι μια «εξαιρετική περίσταση που απαιτεί εξαιρετικούς χειρισμούς», το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας οφείλει να διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση, διότι επηρεάζει τις ζωές διαφορετικών γενεών. Ιδιαίτερα σε ένα τέτοιο σχέδιο πολιτικής, που μιλά για εκθεμελίωση δομικών παθογενειών, υπάρχει ένας αστερίσκος για το κατά πόσο η παρούσα κοινοβουλευτική εντολή είναι επαρκής. Το Σχέδιο Πισσαρίδη δεν περιγράφει απλά βέλτιστες πρακτικές για την αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων. Μιλά για μια άλλη Ελλάδα και απαιτεί συγκρούσεις με στεγανά και νοοτροπίες δεκαετιών. Όμως είναι γραμμένο από τεχνοκράτες και όχι πολιτικούς και σε μεγάλο βαθμό αυτοί που θα το υλοποιήσουν δεν έχουν λάβει λαϊκή εντολή. Ήδη, σήμερα το 35,8% των μελών της Κυβέρνησης είναι εξωκοινοβουλευτικά στελέχη, ενώ ίσως ακόμα λιγότεροι αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως αυτά των μέσων ανθρώπων, που στοιβάζονται στα δημόσια Μέσα Μεταφοράς και περιμένουν μήνες για να βγει η σύνταξη τους ή ένα ραντεβού σε νοσοκομείο.

Ο Κ.Μητσοτάκης έχει αποδειχθεί στην πορεία του ένας έξυπνος και θεσμικός πολιτικός, που αναγνωρίζει τη σημασία των δημοκρατικών διαδικασιών. Δεν είναι τυχαίο πως η κίνηση που τον απογείωσε πολιτικά, ήταν μια απόφαση του για τον κορυφαίο θεσμό, αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας το 2015. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι πως κατάλαβε έγκαιρα πως έπρεπε να κινηθεί ανατρεπτικά και bypass των τυπικών διαδικασιών.

Παρέλαβε μια Ελλάδα σε μια κατάσταση που χρειάζεται πολλές φορές να τραβήξεις με τα χέρια το κάρο, παραμερίζοντας τα ανεκπαίδευτα άλογα, προκειμένου να το βγάλεις από το βούρκο. Για πόσο μπορείς να αντέξεις όμως; Ιδιαίτερα όταν τους επόμενους μήνες τα ελληνοτουρκικά θα πέσουν στο τραπέζι θέτοντας αμείλικτα ερωτήματα.