Δεν είναι ψέμα να πει κανείς, πως τη σημερινή εποχή δεν είναι λίγες οι φορές που η επιρροή του «να δούμε τι γίνεται στο twitter» ή του «τι έγραψε ο Χ στο facebook» συχνά καταλήγει στο να παρασύρει την ατζέντα των κομμάτων σε ζητήματα διαφορετικά από αυτά που απασχολούν την καθημερινότητα της κοινωνίας.
Χρειάστηκε ένα νεκρό παιδί στο Μενίδι για να γίνει viral η είδηση, να ασχοληθούν τα social media με το πρόβλημα και να αναγκαστούν να ενδιαφερθούν τα πολιτικά κόμματα. Όμως η ανασφάλεια στο Μενίδι υφίσταται εδώ και πολύ καιρό και οι κάτοικοι της περιοχής ψηφίζουν και με βάση αυτό το συναίσθημα. Αναγνωρίζοντας αυτό το κενό, η εκστρατεία του Εμμανουέλ Μακρόν απέφυγε την παγίδα της ιδρυματοποίησης των social media ή των παραδοσιακών τηλεφωνικών δημοσκοπήσεων και πήγε απευθείας στους πολίτες.
Ένα χρόνο όμως πριν τις Προεδρικές Εκλογές του 2017, η κατάσταση στο επιτελείο του σημερινού Γάλλου Προέδρου συνοψίζονταν στο εξής: «Όχι χρήματα, όχι δεδομένα, όχι κόμμα». Όλα ξεκινούσαν από το μηδέν, κάτι που προσέφερε σημαντική ελευθερία. Τόση ελευθερία, που σε συνδυασμό με την τεχνολογική καινοτομία που εισήγαγε το επιτελείο της καμπάνιας, το κίνημα θύμιζε περισσότερο μια startup επιχείρηση, παρά ένα τυπικό κόμμα με δομές και αυστηρή ιεραρχία. Σήμερα που σιγά σιγά συνειδητοποιούμε τι πέτυχε ο Μακρόν σε 12 μήνες, έχει ενδιαφέρον να αναλύσουμε πώς τα κατάφερε. Από το τίποτα, το κίνημα En Marche! έφτασε να αριθμεί προεκλογικά 230,000 μέλη και να λάβει σχεδόν 15,000 αιτήσεις υποψηφιοτήτων για τις 577 εκλογικές περιφέρειες της χώρας.
Από την πρώτη στιγμή, στο επιτελείο του Γάλλου πολιτικού πάτησαν πάνω σε αμερικανικά πρότυπα πολιτικής εκστρατείας. Χρησιμοποίησαν τη λογική του Canvassing, μιας μεθόδου – συνώνυμης με την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ και τη Μ.Βρετανία, η οποία έχει στόχο την καταγραφή των ψηφοφόρων πόρτα – πόρτα. Με τη χρήση αλγοριθμικών προγραμμάτων πια, οι αναλυτές μιας καμπάνιας μπορούν να κατηγοριοποιήσουν το προφίλ των υποστηρικτών ή των αναποφάσιστων κάθε γειτονιάς και να ξεχωρίσουν τις αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες στις οποίες η εκστρατεία έχει σημαντικά ερείσματα ή υστερεί.
Σε μια εποχή που το παλιό σύστημα της Γαλλίας είχε αρχίσει να σαπίζει, εκείνος παρουσιάστηκε τόσο ριζοσπαστικά αντισυστημικός, όσο χρειάζονταν οι Γάλλοι για να αισθανθούν μεν ότι επαναστατούν, αλλά στα… σίγουρα.
Έτσι, προέκυψε η “Grande Marche”, η μεγάλη εκστρατεία του κινήματος του Μακρόν, κατά την οποία οι εθελοντές χτύπησαν σχεδόν 300,000 πόρτες και έκαναν περισσότερες από 26,000 συνεντεύξεις. Από τα δεδομένα που συνέλεξαν, πρώτος στόχος δεν ήταν να προσεγγιστούν οι αναποφάσιστοι, αλλά να «ακούσει» το εκλογικό επιτελείο άμεσα και αδιαμεσολάβητα, τι πίστευαν οι Γάλλοι πως πάει λάθος στη χώρα.
Κάθε συνέντευξη περιελάμβανε 8 βασικά ερωτήματα σχετικά με το πως σκέφτονται οι πολίτες το μέλλον τους, ποια ζητήματα τους απασχολούν και τι θα ήθελαν να αλλάξει. Μάλιστα, επειδή στη Γαλλία, η νομοθεσία απαγορεύει την ατομική στόχευση ψηφοφόρων από τα κόμματα, στο επιτελείο του Μακρόν πήγαν την αξιοποίηση των δεδομένων της επαφής πόρτα-πόρτα, ένα βήμα παραπέρα. Δημιούργησαν έναν αλγόριθμο, με τη χρήση του οποίου τα δεδομένα από τις συνεντεύξεις σταθμίζονταν ανά γειτονιά και έπειτα από συσχέτιση με τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων προεδρικών εκλογών, εντόπιζαν τα ζητήματα στα οποία έπρεπε να επικεντρωθεί η καμπάνια ανά περιοχή. Δημιούργησαν έτσι, κομμάτι κομμάτι, το προφίλ ολόκληρης της χώρας. Ούτε φορείς, ούτε παράγοντες, ούτε opinion makers των social media, απευθείας ο κόσμος έθεσε την ατζέντα.
Συνολικά κάθε συνέντευξη χρειάστηκε λιγότερο από ένα τέταρτο και προσέφερε στην εκστρατεία σημαντικά δεδομένα αλλά και κρίσιμη πρώτη ύλη. Μάλιστα, κάθε φορά που η καμπάνια χρειαζόταν κάποιο σύνθημα, οι αναλυτές ανέτρεχαν στις συνεντεύξεις και χρησιμοποιούσαν αυθεντικές πρωτογενείς φράσεις που είχαν πει απλοί άνθρωποι από όλη τη χώρα. Με τον τρόπο αυτό, ο Μακρόν πλησίασε την καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιώντας λόγια του μέσου Γάλλου προκειμένου να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια φαινομενικά εντελώς bottom up προσέγγιση, που έσπασε τα παραδοσιακά στεγανά στην επικοινωνία κόμματος και πολιτών.
Με μια τέτοια καμπάνια ως εφόδιο ο Εμμανουέλ Μακρόν θέλησε να χτίσει μια αδιαμεσολάβητη σχέση με τους πολίτες και παράλληλα να αναβαπτίσει τον εαυτό του στα μάτια τους. Πολιτικός βγαλμένος από τον αναπαραγωγικό σωλήνα της γαλλικής Δημοκρατίας, η στρατηγική του δεν ήταν να αρνηθεί την καταγωγή του, αλλά να παρουσιαστεί ως ηγέτης ενός κινήματος απλών ανθρώπων, που συναντά κανείς στο δρόμο. Λίγοι άλλωστε από αυτούς που δέχθηκε να πλαισιώσουν τα ψηφοδέλτια του είχαν πρότερη θεσμική σχέση με την κεντρική πολιτική. Αυτό είναι από μόνο του μια σημαντική ρήξη με το παλιό και ταυτόχρονα προσφέρει στο κίνημα ανθρώπους, στους οποίους η κοινωνία δεν έχει να καταλογίσει ευθύνες για το παρελθόν, πράγμα σημαντικό για την αξιοπιστία της προσπάθειας.
Αυτό μάλλον ήταν και το μεγαλύτερο του όπλο. Και ίσως το σημαντικότερο μάθημα που έχει να δώσει η καμπάνια του προς την Ελλάδα. Σε μια εποχή που το παλιό σύστημα της Γαλλίας είχε αρχίσει να σαπίζει, εκείνος παρουσιάστηκε τόσο ριζοσπαστικά αντισυστημικός, όσο χρειάζονταν οι Γάλλοι για να αισθανθούν μεν ότι επαναστατούν, αλλά στα… σίγουρα. Τόσο αντισυστημικός, ώστε ο κόσμος να μη γελά μαζί του και ταυτόχρονα να αναγνωρίζει στο περιβάλλον του, καθημερινά πρόσωπα που έχουν αγωνίες σαν τις δικές του.