Μαθήματα επιβίωσης για αγορές και χώρες

Μια ομάδα δέκα Ελλήνων γύρω στα 30-35 περπατώντας χαλαρά, μπαίνει στη μακρόστενη αίθουσα. Δύο Γερμανοί κάθονται αντικριστά στο παραλληλόγραμμο τραπέζι, η παρουσίαση προβάλλονταν ήδη στο λευκό πανί και όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσει η συζήτηση. “Διάολε, φτάσαμε 10 λεπτά νωρίτερα και είναι ήδη έτοιμοι”, πιθανότατα να σκέφτηκε κάποιος από τους Έλληνες συμμετέχοντες.

Η Γερμανία σήμερα, βιώνει μια “παράλογη” πραγματικότητα. Η οικονομία της πηγαίνει τόσο καλά, που οι διαφωνίες εντοπίζονται στο πως θα χρησιμοποιηθούν τα πλεονάσματα της. «Έχουμε μια ανάπτυξη, που οι υποδομές και το εξειδικευμένο προσωπικό που ζει στη χώρα, πολλές φορές δεν επαρκούν για να την υπηρετήσουν», μπορούσε κανείς να διαβάσει πίσω από τις πολλές τοποθετήσεις ειδικών στις επιχειρήσεις και τη γερμανική καινοτόμο βιομηχανία.

Με ΑΕΠ που αγγίζει τα 3.46 τρισ., ανεργία στο 3.9% και ανάπτυξη 1.8%, η γερμανική οικονομία ανθεί. Κι’ όμως, στον τομέα της καινοτομικής τεχνολογίας, που προέρχεται μέσα από το μοντέλο των start ups, οι Γερμανοί νιώθουν ότι έχουν μείνει πίσω. Οι μεγάλες βιομηχανίες, που θεμελίωσαν την κυριαρχία τους στο ατσάλι και τις τεράστιες παραγωγικές μονάδες, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως τα περιθώρια συνέχισης αυτού του μοντέλου, είναι πεπερασμένα. Η αγορά αισθάνεται τα τελευταία χρόνια ότι πρέπει να μετεξελιχθεί. Μεγάλες, μεσαίες ή ακόμα και παραδοσιακές οικογενειακές επιχειρήσεις, ψηφιοποιούν τις υπηρεσίες τους και αναζητούν συνέργειες που θα τους προσφέρουν τεχνολογία αιχμής, μέσα από μία σταθερή πλην όμως δορυφορική σχέση, η οποία δε θα ευνουχίζει τη δημιουργικότητα των start ups, αλλά θα τους επιτρέπει να βρίσκονται σε μόνιμη τροχιά αναζήτησης βιώσιμων και καινοτόμων ιδεών.

Την τελευταία δεκαετία, οι συνεργατικοί χώροι πολλαπλασιάστηκαν και οι τύποι που πάντα ήταν έτοιμοι να σου μιλήσουν για μια “καλή ιδέα” που είχαν στο μυαλό τους, έγιναν περιζήτητοι σε όσους διαχειρίζονταν πόρους προς επένδυση. Από την εποχή που το όνειρο κάθε startupper ήταν ένα εισιτήριο για τα κεφάλαια της Silicon Valley, ξαφνικά στο Βερολίνο ο αριθμός των start ups που βρίσκει εγχώρια χρηματοδότηση ολοένα και αυξάνεται. Στην πραγματικότητα, η άνθιση αυτή, δεν ήταν ουρανοκατέβατη. Η πτώση του τείχους και η επανένωση της χώρας έδωσε το έναυσμα για μια αναρχικά δημιουργική ανάπτυξη στην πόλη, η οποία διαχέεται σήμερα σε όλη τη χώρα και ανάγκασε τους ευημερούντες επιχειρηματίες να ασχοληθούν μαζί της.

Πως συνέβη αυτό; «Μόνο του, απλά συνέβη», είναι η πρώτη απάντηση που ακούει κανείς. Δίχως ουσιαστική εμπλοκή του κράτους, η ανάγκη για περισσότερες ευκαιρίες δημιούργησε ένα οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων, το οποίο διεκδικούσε διέξοδο στον υπόλοιπο κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να ιδρύεται στη Γερμανία κάθε 20 ώρες μία start up επιχείρηση, στη χώρα να υπάρχουν 6 “unicorns”, start ups δηλαδή που αξίζουν περισσότερο από 1 δισ. δολάρια και στο οικοσύστημα να απασχολούνται περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι. Οι Γερμανικές start up μάλιστα, ήδη κερδίζουν το 80.3% των εσόδων τους εντός συνόρων, ενώ το κύμα φυγής προς τη Silicon Valley έχει αναστραφεί, λόγω του “Trump effect” και της αύξησης των διαθέσιμων γερμανικών κεφαλαίων.

Απέναντι στην πρόκληση της μετεξέλιξης όμως, η γερμανική αγορά έχει να αναμετρηθεί με τον ίδιο της τον εαυτό. Το δόγμα «όχι λάθη, όχι ρίσκα», πάνω στο οποίο δομήθηκε ολόκληρη η επιχειρηματική κουλτούρα του έθνους φαντάζει ασύμβατο με τη φύση των start ups και αυτή η ώσμωση φαντάζει ως πρόκληση.

Εύκολα πάντως αναρωτιέται κανείς, αν η αντιπαραγωγική Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει κάποιο μάθημα από αυτή την εξέλιξη της ηγεμονικής και παραγωγικά κυρίαρχης Γερμανίας. Για μένα, η απάντηση κρύβεται στο όραμα, την καλλιέργεια επιχειρηματικής κουλτούρας μέσα από την εκπαίδευση και τη σημασία του να αντιλαμβάνεσαι ρεαλιστικά τις δυνάμεις σου, το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιείσαι και κυρίως το timing. Το σημείο καμπής εκείνο, πέρα από το οποίο, η βαριά βιομηχανία της χώρας γεμίζει μεν ταμεία αλλά μακροπρόθεσμα εγκλωβίζει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αδράνεια, εξάρτηση και λογικές αρπαχτής, σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει στον ελληνικό τουρισμό. Κι’ αυτό μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό.

Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εφαρμογής αυτής της λογικής από το Ισραήλ. Διαχρονικά αιχμάλωτο της γεωγραφίας του, χρειάστηκε πριν την ενηλικίωση του ως κράτος να συνειδητοποιήσει πως η ώθηση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας ήταν η μοναδική οδός που θα το καθιστούσε βιώσιμη χώρα σε μια περιοχή γεμάτη δαίμονες. Μείωσε τις εξωτερικές του εξαρτήσεις και αποφάσισε να επενδύσει στις δεξιότητες των πολιτών του, ώστε σταδιακά οι οδηγοί των στρατιωτικών τανκ στον Πόλεμο του Yom Kippur να εξελιχθούν σε κορυφαίους προγραμματιστές της Intel.

Εμείς, άραγε;

 

*Άρθρο μου στην ιστοσελίδα news247.gr