Ελλάδα και Τουρκία το 1996, βρέθηκαν κοντά σε μια πολεμική σύρραξη, έχοντας ελεγχόμενη διαφορά στο επίπεδο ισχύος. Παρ’ όλα αυτά, από την υπόθεση των Ιμίων, η χώρα μας βγήκε τραυματισμένη. 22 χρόνια μετά, εμείς συνεχίζουμε να θρηνούμε πιλότους και να δαπανούμε τεράστια ποσά για αναχαιτίσεις σ’ ένα «πόλεμο φθοράς». Την ίδια ώρα, το ναυτικό της γειτονικής χώρας δοκιμάζει πάνω από τα ελληνικά νησιά, τα πρώτα μη επανδρωμένα αεροσκαφών (UAV) -τουρκικής κατασκευής- τα οποία μελλοντικά θα φέρουν και οπλισμό.
Η ψαλίδα έχει καταφανώς ανοίξει.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η Ελλάδα δε μπορεί απλά να αναμένει παθητικά το μέλλον· αντιπαραβάλλοντας ευχολόγια κατευνασμού, επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο και οχλήσεις σε αμήχανους εταίρους, προκειμένου να συνετισθεί η Τουρκία. Είμαστε αναγκασμένοι πια, με όρους ρεαλιστικής προστασίας του εθνικού συμφέροντος, να αναδομήσουμε συνολικά την Υψηλή Στρατηγική μας απέναντι στην Τουρκία.
Στο περίφημο βιβλίο “Start-Up Nation”, το οποίο περιγράφει το οικονομικό θαύμα του Ισραήλ, ένας εκ των πρώτων high-tech επιχειρηματιών της χώρας, ο Yossi Vardi, σημειώνει πως οι δύο «πατέρες» της ισραηλινής ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας ήταν το αραβικό μποϋκοτάζ και η απόφαση του Charle de Gaulle να σταματήσει την πώληση όπλων στη Μ.Ανατολή. Μέσα από αυτές τις δύο καταστάσεις, η ηγεσία της χώρας του αντιλήφθηκε πως ήταν αναγκασμένη να επενδύσει στη βιομηχανία, αν ήθελε να επιβιώσει συνολικά ως έθνος. Αυτό όμως που ουσιαστικά κατανόησαν έγκαιρα στο Ισραήλ, ήταν πως σ’ ένα άναρχο και ανηλεώς ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα, δε θα υπάρξει ποτέ μια ανώτερη αρχή ικανή να επιβάλει την τάξη. Κατά συνέπεια, αναγνώρισαν πως το «δίκαιο» στις διεθνείς σχέσεις, ήταν πάντοτε ένα δίκαιο της ισχύος.
Μπροστά σε μια τέτοια παραδοχή, η εύκολη απάντηση είναι η καταφυγή σε μια ιλιγγιώδη κούρσα εξοπλισμών.
Ευτυχώς για την εξαντλημένη οικονομικά χώρα μας, δεν είναι η μοναδική. Πέρα από την στρατιωτική αναβάθμιση, κράτη όπως η Ελλάδα, έχουν τρεις επιλογές στρατηγικής εξισορρόπησης.
Η πρώτη είναι να συνεχίσουν την πορεία τους ως έχει, ευελπιστώντας πως μέσα από την επαναληπτικότητα των διπλωματικών και στρατιωτικών κινήσεων να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του κράτους. Μια επιλογή επικίνδυνη, για μια χώρα που έχει να δοκιμάσει το μηχανισμό της εν μέσω πολεμικής κινητοποίησης, εδώ και δεκαετίες. Η δεύτερη επιλογή εξισορρόπησης, αφορά την επένδυση στη ριζική καινοτομία. Σε μια πλήρη δηλαδή αναδόμηση του κράτους και εκ βάθρων γκρέμισμα όλων των παλαιών σταθερών. Φοβάμαι όμως, πως για αυτή την επιλογή δεν έχουμε πολύ χρόνο, ούτε χρήμα.
Τρίτη επιλογή, είναι να αντιγράψουμε συνειδητά καλές πρακτικές ισχυρών χωρών, εφαρμόζοντας σαρωτικές μεταρρυθμίσεις σε θεσμούς, διπλωματία, αμυντικό δόγμα και παραγωγικό μοντέλο. Να στρέψουμε δηλαδή συντονισμένα ολόκληρη την καθημερινότητα της χώρας, προς εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Ακόμα και αν αυτό περιλαμβάνει για παράδειγμα διευκολύνσεις σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς, της στρατιωτικής τεχνολογικής ανάπτυξης για παράδειγμα, εις βάρος άλλων περισσότερο παραδοσιακών.
Απώτερος στόχος όλων των παραπάνω επιλογών, είναι να αντιμετωπιστούν οι έξωθεν απειλές, δια μέσου της αύξησης κρατικής ισχύος.
Κράτη που δεν εμφανίζουν αυξημένη κρατική ισχύ αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν σημαντικές εξωτερικές απειλές, θα αντιμετωπίσουν κοινωνικές αναταράξεις στην προσπάθεια να μετασχηματιστούν. Η ενίσχυση της ασφάλειας της χώρας όμως, είναι δεδομένο πως απαιτεί κάποιες θυσίες (συντήρηση υψηλής φορολογίας, αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, υψηλές δαπάνες, αύξηση στρατιωτικής θητείας, προστατευτικές πολιτικές). Όχι πάντως όλες ασύμβατες με τη νέα μεταμνημονιακή Ελλάδα που πρέπει να χτιστεί. Ιδιαίτερα αν φέρει κανείς στο μυαλό του τη σημείωση του τ.Προέδρου της Google και της Alphabet, Eric Schmidt, πως ο καλύτερος διοικητής τανκ στον ισραηλινοσυριακό πόλεμο, έγινε ταυτόχρονα και ένας από τους κορυφαίους μηχανικούς λογισμικού.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Η απροκατάληπτη ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων με την Τουρκία, δείχνει πως πρέπει η Ελλάδα να αλλάξει σε πολλά επίπεδα. Με μια νέα ηγεσία, που δε θα διστάζει να χρησιμοποιεί πατριωτικούς τόνους όταν απαιτείται και μέσω της λογοδοσίας και της διαφάνειας, θα περάσει το τεστ κάθε πολιτικής, που είναι η στήριξη της κοινής γνώμης. Όχι για να την εμπλέξει και να περιορίσει στην πραγματικότητα τις ορθολογικές της επιλογές, όπως συμβαίνει στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες με την ανάδειξη του λαϊκισμού ως κυρίαρχο δόγμα, αλλά για να τις ενισχύσει.
Και να ρωτήσει ευθέως και δίχως συμπλέγματα τον Έλληνα και την Ελληνίδα: Είμαστε αποφασισμένοι να ακολουθήσουμε το υπόδειγμα του Ισραήλ σε κρίσιμους τομείς ανάπτυξης ή θα συνεχίσουμε μια παθητική πορεία, αντιμετωπίζοντας ολοένα και μεγαλύτερους εθνικούς κινδύνους; Κι’ αν καταφέρουμε απαντήσουμε σωστά, ίσως πρέπει να αναγνωρίσουμε κι’ εμείς ως «πατέρες» της σωτηρίας του Έθνους, την αμετροέπεια του Ερντογάν αλλά και την οικονομική κρίση.