Ήταν περίπου στα 1845, όταν ο δις Πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας και ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος Benjamin Disraeli εξέδωσε τη νουβέλα του, με τίτλο «Σίβυλλα ή τα δύο έθνη». Ο Disraeli ήταν κατ’ επάγγελμα συγγραφέας και εκείνη τη δεκαετία πραγματεύονταν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, εξ’ αιτίας της ταχείας εκβιομηχάνισης, η οποία είχε δημιουργήσει έντονες διαιρέσεις εντός της βρετανικής κοινωνίας.
Σε ένα από τα βασικά σημεία του έργου, ένας από τους ήρωες, ο νεαρός αριστοκράτης Charles Egremont, σημειώνει συνεπαρμένος από το αυτοκρατορικό μεγαλείο της εποχής, πως η Βρετανία είναι το μεγαλύτερο Έθνος που έχει υπάρξει ποτέ. Ακαριαία, τον διορθώνει ένας χαρακτήρας που ενσαρκώνει το ακριβώς αντίθετο πρότυπο. Ο Walter Gerard, ήταν μέλος της εργατικής τάξης της εποχής, με ριζοσπαστικές αντιλήψεις, από εκείνους που στις πλάτες τους χτίστηκε η βρετανική βιομηχανία της βικτοριανής εποχής. Υπάρχουν “Δύο Έθνη, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει καμία επαφή αλλά και καμία συμπάθεια. Αγνοούν αμοιβαία τις συνήθειες, τις σκέψεις και τα αισθήματα του άλλου, λες και είναι κάτοικοι διαφορετικών ημισφαιρίων ή κάτοικοι άλλων πλανητών, οι οποίοι δημιουργήθηκαν με διαφορετικό τρόπο. Ζουν με διαφορετικό φαγητό, τους συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους και δεν αισθάνονται ότι κυβερνιούνται ισότιμα”. Τα δύο έθνη αυτά, ο Gerard τα αποκαλεί «Πλούσιους και Φτωχούς».
Η σκέψη που προέκυψε από το έργο του Disraeli, αποτέλεσε θεμέλιο της πολιτικής του Συντηρητικού Κόμματος και επηρέασε σημαντικό κομμάτι της βάσης του, σε μία προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης μέσα από την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Η πολιτική αντίληψη αυτή, επανήλθε στο προσκήνιο την περίοδο του D.Cameron, όπου η βρετανική οικονομία βρέθηκε σε ανοδική τροχιά, χωρίς αυτό να συμβεί εις βάρος των αδυνάτων αλλά και με ταυτόχρονη άρση σημαντικών κοινωνικών αποκλεισμών.
Μετά από σχεδόν επτά χρόνια ελληνικής πολιτισμικής κρίσης, η ελληνική κοινωνία παραμένει διχασμένη. Όχι απαραίτητα σε πλούσιους και φτωχούς, όπως στο έργο του Disraeli, αλλά ανάμεσα σε εκείνους που νιώθουν ή όχι, μέρος αυτού που λέμε αστική τάξη. Με βασικό επιχείρημα το «δεν έχω να χάσω τίποτα» ένα σημαντικό κομμάτι των νοικοκυραίων, διέβη το Ρουβίκωνα και πολιτικά ριζοσπαστικοποιήθηκε. Το κομμάτι αυτό περιλαμβάνει διαφορετικές συνιστώσες, που αν θέλαμε να τις περιγράψουμε εν συντομία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εκείνους των οποίων το βιοτικό επίπεδο έπεσε δραματικά, εκείνους που μπορεί ακόμα να ζουν αξιοπρεπώς αλλά καταριούνται -κάθε φορά που έρχεται ο ΕΝΦΙΑ- όσους ακόμα διατηρούν την οικονομική τους ευημερία, αλλά και εκείνους που αισθάνονται πως ουδέποτε γεύτηκαν το μέλι της σχέσης με την εξουσία και κατηγορούν όσους κυβέρνησαν τα τελευταία 40 χρόνια. Στην αντίπερα όχθη, έγιναν εξίσου σημαντικές υπερβάσεις. Κεντρώοι, Εκσυγχρονιστές, Φιλελεύθεροι, Δεξιοί βρέθηκαν στην ίδια όχθη. Πολλές φορές μάλιστα, όταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης υπερέβη τις διαχωριστικές γραμμές παλαιότερων δεκαετιών, έριξαν και το ίδιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη, εχθρεύοντας δημοσίως τους ψεκασμένους, τους αγανακτισμένους και τους κάθε λογής αντιπάλους του «ΝΑΙ».
Και τώρα; Τι περιθώρια σύγκλισης υπάρχουν; Μπορεί η ελληνική κοινωνία να συνεχίσει να προχωρά διχασμένη ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους αστική τάξη και τους άλλους, που αισθάνονται οικονομικά και κοινωνικά outsiders; Η δική μου απάντηση, είναι όχι. Και ίσως μέσα της κρύβει μάλιστα και ορισμένα εκλογικά μαθηματικά. (Άραγε δεν προκαλεί σε κανέναν κατάπληξη το γιατί ο κ. Τσίπρας δεν καταρρέει;).
Παρά τα όσα ζήσαμε, η Νέα Δημοκρατία αποδείχθηκε ο ισχυρότερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος και γι’ αυτό πάνω της πρέπει να χτιστεί η επόμενη ημέρα. Είναι ανάγκη όμως, να μετεξελιχθεί το συντομότερο σε ένα ελληνικό “one-nation” κόμμα και να εκπαιδεύσει σε αυτή την κατεύθυνση τα στελέχη της και την κοινωνία. Να καθοδηγήσει με πράξεις και πολιτικές αυτούς τους ανθρώπους και όχι κουνώντας τους το δάχτυλο. Με ουσιαστικά ανοίγματα στις κοινωνικές ομάδες που σήμερα νιώθουν αποκλεισμένες και τέρμα στο δημόσιο bullying των πολιτών που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μεταξύ εκείνων που ψήφισαν «ΌΧΙ» στο δημοψήφισμα. Με απλά λόγια, να πάψει να τους κάνει να νιώθουν παρείσακτοι σε ένα κοινό που τους έχει πολλές φορές χαρακτηρίσει παρακατιανούς. Όσο καθένας από μας επιμένει να θεωρεί τον εαυτό του «ανώτερο» και εχθρό των “απέναντι” η Ελλάδα δε θα ξεκολλήσει από το βούρκο του διχασμού. Ο ελιτισμός, δεν ήταν ποτέ, η δύναμη εξέλιξης καμιάς κοινωνίας. Και ούτε θα γίνει. Οι καινοτόμες ιδέες και πολιτικές ήταν.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο liberal.gr στις 26 Ιουλίου 2016.