Και ξαφνικά, ζούμε μια εποχή ανεξέλεγκτη, γεμάτη αβεβαιότητα για το μέλλον και φόβους.
Το Brexit ήρθε να συμπληρώσει μια αλληλουχία παγκόσμιων γεγονότων, που ξεκίνησαν με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και απέναντι στα οποία η Ελλάδα έχει να αντιπαραβάλλει μια εύθραυστη οικονομία, ένα μέλλον εκτεθειμένο σε λάθος πολιτικές και ιδεοληπτικούς πολιτικούς.
Όσο και αν ο Έλληνας Υπουργός Οικονομίας ισχυρίζεται πως το κόστος του Brexit για τη χώρα μας θα κυμανθεί από 0,3% έως 1% του ΑΕΠ για μία διετία, η λογική λέει πως είναι σχεδόν αδύνατο -αυτή τη στιγμή- να προβλέψει κανείς το τελικό κόστος. Και πως να το κάνει, όταν ούτε τη συμφωνία εξόδου έχουμε, ούτε τους όρους της νέας εμπορικής συμφωνίας για να μετρήσουμε την αντίδραση της αγοράς. Στην πραγματικότητα, όλες οι πλευρές κινούνται σε εντελώς αχαρτογράφητα νερά και τα οικονομικά εργαλεία μοιάζουν αδύναμα να κάνουν ρεαλιστικές προβλέψεις. Ίσως τελικά ο μεγαλύτερος γρίφος σ’ αυτή την οικονομική διαπραγμάτευση να μην είναι οικονομικός, αλλά ψυχολογικός και στην κορυφή μιας πυραμίδας πολλών κοινωνικών εξελίξεων εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, που δεν πρόκειται να αποσαφηνιστούν πριν υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για το τίμημα του Brexit.
Είναι δεδομένο πως η Ελλάδα θα έχει το δικό της μερίδιο στις ζημιές. Πέρα από μια πιθανή αύξηση της εθνικής συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό λόγω του κενού που δημιουργεί η αποχώρηση μιας χώρας μέλους, σε οικονομικό επίπεδο θα υπάρξουν προκλήσεις. Σύμφωνα με μελέτη της Global Counsel πριν το δημοψήφισμα, η πατρίδα μας αποτελεί την 5η περισσότερο εκτεθειμένη χώρα στις συνέπειες του Brexit, κυρίως λόγω της τραπεζικής έκθεσης στο βρετανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε ποσό ίσο με το 24% του ελληνικού ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό, πως την επομένη του δημοψηφίσματος ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έκανε βουτιά 13.4%, ενώ οι μετοχές των τραπεζών βρέθηκαν στο -29,68%.
Σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί τον 4ο σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της χώρας, τον 7ο μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό (1.5% του ΑΕΠ), καθώς και την 3η χώρα προέλευσης επενδύσεων προς την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Μια εκτεταμένη πτώση της στερλίνας συνεπώς, θα είναι πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, τα οποία ξαφνικά θα γίνουν ακριβότερα σε μια αγορά σημαντικού ενδιαφέροντος. Αναπόφευκτα, απώλειες θα έχουν και οι κλάδοι του real estate και του τουρισμού, όπου η ελληνική αγορά υποδέχεται 2.5 εκατ. Βρετανούς ετησίως, με έσοδα που αγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ (14.3% των συνολικών εισπράξεων). Ορισμένοι αναλυτές ωστόσο, προσθέτουν στις επιπτώσεις τον κίνδυνο απώλειας εργασίας για κάποιους από τους 36.000 Έλληνες που εργάζονται στη Μ.Βρετανία, ενδεχόμενα υψηλότερα δίδακτρα για τους περίπου 9.800 Έλληνες φοιτητές σε βρετανικά πανεπιστήμια αλλά κυρίως την απώλεια της σημαντικότερης επιλογής των Ελλήνων για εργασία στο εξωτερικό, μιας και πλέον θα απαιτείται visa.
Η πτυχή όμως που ελάχιστοι έχουν αναδείξει, είναι αυτή των συσχετισμών εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί μέρος μιας ομάδας χωρών με φιλελεύθερο προσανατολισμό στην οικονομία (Σκανδιναβές χώρες, Ιρλανδία, Ολλανδία), η οποία διατηρεί σχετικά εύκολα την ειδική πλειοψηφία του 35% που απαιτείται κατά τις συζητήσεις για θέματα οικονομικής πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προκειμένου να μπλοκάρονται προστατευτικά μέτρα. Με την αποχώρηση τους, οι Βρετανοί στερούν την ευκολία συγκρότησης μιας τέτοιας πλειοψηφίας και ταυτόχρονα αποκτούν οι ίδιοι τη δυνατότητα υιοθέτησης ανταγωνιστικών κανονιστικών πολιτικών εις βάρος της κοινοτικής οικονομίας και της κοινής αγοράς. Έτσι σε μια εποχή που η Ελλάδα έχει ανάγκη πολιτικών που θα ενισχύσουν την ανοικτότητα της οικονομίας και των θεσμών της, η χώρα κινδυνεύει να απωλέσει την ώθηση για μεταρρυθμίσεις από τις Βρυξέλλες.
Είναι προφανές λοιπόν, πως με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνει ένα ζωτικό της κομμάτι, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά κυρίως στη βάση της συνεισφοράς στη σταθερότητα. Το πως θα είναι η Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ελλάδα όταν θα ολοκληρωθεί η συμφωνία-διαζύγιο, ουδείς μπορεί να το προβλέψει. Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά αν θα είναι περισσότερες οι ευκαιρίες ή οι απειλές για την οικονομία και την ασφάλεια. Οι βεβαιότητες άλλωστε, αποδείχθηκαν ολέθριες την τελευταία δεκαετία. Η μόνη παραδοχή που δείχνει να κερδίζει έδαφος, είναι πως η Ευρώπη των ανταγωνισμών αρχίζει και πάλι να ανατέλλει..
*Άρθρο μου στο newmoney.gr