Σε πρόσφατο κείμενο του στο Wired, ο Μπάρακ Ομπάμα έγραψε πως σήμερα είναι η καλύτερη εποχή να ζει κανείς στις ΗΠΑ, καθώς η χώρα του είναι καλύτερη απ’ ότι ήταν πριν 50, 30 ή 8 χρόνια πίσω. Το βασικό επιχείρημα ήταν πως με όπλα τη μόρφωση και την Επιστήμη, η οικονομία έχει φθάσει σε σημαντικό επίπεδο. Με την κοινωνία όμως, τι γίνεται;
Σε μια εποχή που η selfie σου από την κάλπη, μπορεί μέσα από ένα hashtag να εμφανιστεί στα παράθυρα του Empire State Building, αυτοί που δε σπούδασαν, δεν ξέρουν από ιδεολογίες αλλά δουλεύουν σκληρά και ζουν μέσα από ένστικτα, έτριψαν στη μούρη των ελίτ το πρότυπο ζωής τους.
Η ανάπτυξη που δεν τους αφορά όλους.
H Χίλαρι Κλίντον κέρδισε την πλειοψηφία των ψηφοφόρων στην Αμερική και τους νέους, όμως έχασε μια σειρά από συστατικά κομμάτια της χώρας που λέγεται ΗΠΑ. Οι «Μεσαίες» Πολιτείες αποτέλεσαν το καίριο χτύπημα στην υποψηφιότητα της. Οι πολίτες τους σε σημαντικό βαθμό εμφάνισαν εκλογικά χαρακτηριστικά μειονότητας. Ίσως επειδή ένιωσαν έτσι, στην ίδια τους τη χώρα. Ο μέσος Αμερικανός που δεν πήγε στο Κολέγιο αλλά δουλεύει σκληρά στις αγροτικές Πολιτείες ή στις βιομηχανικές περιοχές, αδυνατεί να χωνέψει τα τεράστια εισοδήματα και τη λαμπερή ζωή των κατοίκων των μεγάλων πόλεων. Θυμώνει για τη φορολογία και νιώθει πως η οκταετία Ομπάμα συνέβαλε σ’ αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ακραία επιδοματική φιλανθρωπία υπέρ μειονοτήτων. Και ταυτόχρονα αισθάνθηκε παραγκωνισμένος, την ώρα που το σύστημα της Ουάσιγκτον ζει στον αστερισμό του star system και του τρίβει στη μούρη την καλή του ζωή, μέσα από τα social media. Κάθε φορά που η Χίλαρι φαινόταν λαμπερή δίπλα σε κάποιο τραγουδιστή ή ηθοποιό να υπερασπίζεται το Obamacare και τις μειονότητες, ο μέσος Αμερικανός -με χαμηλό μορφωτικό υπόβαθρο- θύμωνε. Θύμωνε γιατί δε μπορούσε να αντιληφθεί γιατί έπρεπε να πληρώνει. Ούτε μπορούσε να αντιληφθεί γιατί η υποψήφια Πρόεδρος μιλούσε τόσο για την Κλιματική Αλλαγή και τη διάθεση περιορισμού βιομηχανικών εκπομπών Αερίου, πράγμα που μπορούσε να του κοστίσει τη δουλειά του. Οπότε, το ένστικτο του λειτούργησε.
Η τάση ορισμένων ελίτ προς τον άκρατο προοδευτισμό απωθεί.
Διαφορετικό να θες να πείσεις, διαφορετικό να κουνάς το δάχτυλο. Το trend της εποχής θέλει να παρουσιάζεται ως προοδευτικό οτιδήποτε ιδιαίτερο. Να υποβαθμίζεται ο ρόλος των εθνικών συνόρων αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις και της ίδιας της ιδιοκτησίας, έννοιας ιερής για πολλούς. Και ταυτόχρονα να στιγματίζεται σχεδόν ως αχρείο, οτιδήποτε αφορά τον τρόπο ζωής της επαρχίας ή των μεσαίων στρωμάτων. Πόσες φορές τις τελευταίες ώρες άραγε ζητήσαμε ιντερνετικά το λόγο από «το Μαράκι από τα Πετράλωνα», γιατί τολμάει να έχει άποψη για τις αμερικανικές εκλογές; Σύμφωνα με στοιχεία του Pew Research Center, η πλειοψηφία των ανθρώπων που εκτίθεται σε πολιτικές συζητήσεις στα social media δηλώνει ότι της προκαλείται θυμός. Όταν κουνάς το δάχτυλο σε έναν άνθρωπο για όσα πιστεύει ή για τον τρόπο που ζει, τότε νομοτελειακά θα σου υψώσει το δικό του στην κάλπη. Η Χίλαρι, το Bremain ή το ΝΑΙ μπορεί να κέρδισαν εμάς που ζούμε στις μεγαλουπόλεις και τις Κυριακές πάμε για Brunch, όμως έχασαν τα ξαδέρφια μας από την επαρχία.
Ο Τραμπ κατάφερε να μη χάσει.
Ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, έμεινε πιστός στο κοινό στο οποίο στόχευε. Τους σκληρούς Ρεπουμπλικάνους, που κάνουν τα πάντα για να μην πληρώσουν φόρους, θα τους έπαιρνε έτσι και αλλιώς. Στο μέσο πολίτη απευθύνθηκε. Σ’ αυτόν που ζει συμβατικά, θέλει μια καλή δικαιολογία γιατί δε βγάζει πολλά λεφτά από τη δουλειά του και λειτουργεί με βάση τα ανθρώπινα ένστικτα. Πόνταρε στην ανθρώπινη φύση και του βγήκε. Ειλικρινά δηλαδή, ποιο μέσο άνδρα σόκαρε το γεγονός ότι off the record μιλούσε για το πως συμπεριφέρονταν στις γυναίκες; Πόσοι κάποια φορά δεν το κάνουν στις παρέες τους;
Όχι άλλη υποκρισία. Ο Τραμπ δεν είπε τίποτα παραπάνω από όσα ζει στην καθημερινότητα του καλώς ή κακώς, ένας άνθρωπος. Απλά η πολιτική ορθότητα επιβάλλει το πρότυπο ενός σοβαρού πολιτικού, που αυτά τα κρατάει πίσω από κλειστές πόρτες. Εκτός αν προκύψει κάποια Μ.Λεβίνσκι. Ο Τραμπ απλά χρησιμοποίησε αυτή την πραγματικότητα ως όπλο για να ταυτιστούν μαζί του μια σειρά άνθρωποι. Μίλησε σε παγκόσμια εμβέλεια για εκείνα που γίνονται, αλλά συνήθως δε λέγονται δημόσια. Και έτσι κέρδισε τον κόσμο. Όχι γιατί είχε κανένα όραμα για τις ΗΠΑ που συνεπήρε την κοινωνία, αλλά επειδή παρ’ ότι συστημικός δισεκατομμυριούχος, πέτυχε να παρουσιαστεί στους κατοίκους του Wyoming σαν «ένας από μας απέναντι σ’ αυτή που πάντα είχε τα πάντα».