«Η Ελλάδα δεν είναι μέρος του Δυτικού πολιτισμού, αλλά ήταν το σπίτι του Κλασικού πολιτισμού, ο οποίος ήταν σημαντική πηγή του Δυτικού Πολιτισμού. Στη βάση της αντίθεσης με τους Τούρκους, οι Έλληνες ιστορικά θεωρούν τους εαυτούς τους θεματοφύλακες του χριστιανισμού. Αντίθετα με τους Σέρβους, τους Ρουμάνους ή τους Βουλγάρους, η ιστορία τους είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή της Δύσης. Η Ελλάδα (τυπολογικά) αποτελεί ουσιαστικά μια ανωμαλία, ένα outsider στους δυτικούς θεσμούς».
Μ’ αυτή την περιγραφή, ο Samuel Huntington περιγράφει τη χώρα μας στο περίφημο έργο του Σύγκρουση Πολιτισμών, εντάσσοντας ‘την, όχι στη Δύση, αλλά στο ορθόδοξο τόξο.
Αντίστοιχα, ο γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας Robert Kaplan, στο βιβλίο του Φαντάσματα των Βαλκανίων κάνει λόγο για μια Ελλάδα «ερωμένη της Δύσης και νύφη της Ανατολής», η οποία αποτελεί κατ’ ουσία μια δυτική χώρα, αλλά με ένα δικό της ανατολίτικο τρόπο. Εξηγώντας μάλιστα τη θέση του αυτή, στην Εκδίκηση της Γεωγραφίας, σημειώνει πως η πορεία της Ελλάδας αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη αντανάκλαση της πορείας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως οι έξωθεν αναφορές για το που ανήκουμε ως Έθνος είναι περιττές. Ιδιαίτερα για τις γενιές που γαλουχήθηκαν με θέσφατο το «ανήκομεν εις τη Δύση». Όμως όσο και αν οι νεότεροι αποδεχθήκαμε τη φράση αυτή ως statement, στην πραγματικότητα ο Κ.Καραμανλής απαντούσε στο υπαρξιακό ερώτημα της ελληνικής κοινωνίας για την ταυτότητα της. Ήθελε να κατευθύνει τους Έλληνες να υιοθετήσουν συμπεριφορά και νοοτροπία δυτικού τύπου και ανάλογα να προστατεύσουν τα εθνικά συμφέροντα τους. Δεν είναι ψέμα άλλωστε, πως λόγω της τουρκοκρατίας χάσαμε πολλά τρένα εξέλιξης και ως άμυνα αναπτύξαμε ένα εσωστρεφή εθνο-απομονωτισμό. Κάτι που ναι μεν εξασφάλισε την επιβίωση του Έθνους, αλλά που δεδομένα του στέρησε την επαφή με εξελικτικές ιδέες που καθόρισαν το υπόλοιπο δυτικό ημισφαίριο.
Η ταυτότητα του Έλληνα συνεπώς, καθορίστηκε σημαντικά από τα στοιχεία εκείνα στοιχεία, τα οποία αποτελούσαν κατά διαστήματα τους συνεκτικούς του δεσμούς: Τη γλώσσα, τη θρησκεία, το έδαφος ή συνολικά την όσμωση όλων αυτών τον Πολιτισμό. Σε κάθε χρονική περίοδο, κάποιο από αυτά τα στοιχεία γίνονταν το πλέον καθοριστικό, όμως ο πυρήνας έμενε ίδιος.
Δε γεννά καμία απορία λοιπόν, η διαπίστωση πως στην πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center, η Ελλάδα απέχει από τα δυτικο-ευρωπαϊκά στάνταρ.
Ούτε όμως το ότι δεν ταυτίζεται ούτε και με τις χώρες της Κεντρικής ή της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την περίληψη των αποτελεσμάτων, οι Έλληνες αποτελούν ιδιαιτερότητα. Επτά στους δέκα συμφωνούν με τη δήλωση πως «υπάρχει αντίθεση μεταξύ των παραδοσιακών αξιών της χώρας και αυτών της Δύσης», ενώ αντίστοιχη αναλογία θεωρεί αναγκαία την προσέγγιση με τη Ρωσία ως «αντιστάθμισμα στις δυτικές επιρροές». Κι’ όμως, παρά τις τάσεις αυτές, η Ελλάδα έμεινε εκτός σοβιετικής σφαίρας επιρροής και οι πολίτες της επιμένουν πως η Δημοκρατία είναι το σωστότερο πολίτευμα, σε ποσοστά αρκετά υψηλότερα σε σχέση με Ρώσους και Ανατολικο-Ευρωπαίους.
Για 9 στους 10 πολίτες της Ελλάδας, η θρησκεία αποτελεί συστατικό στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας, ενώ οι μισοί δηλώνουν πως παίζει σημαντικό ρόλο στις ζωές τους. Όμως, μισό λεπτό. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε οι εκκλησίες να ασφυκτικά γεμάτες. Κι’ αυτό δε συμβαίνει. Όχι τουλάχιστον, στο βαθμό που οι πολίτες δηλώνουν στην έρευνα.
Αυτό που συμβαίνει, είναι πως στην πραγματικότητα η θρησκεία αποτελεί στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, σε τέτοιο βάθος, που οι περισσότεροι νιώθουν αυτονόητο να τη συμπεριλάβουν στα στοιχεία της εθνικής ομολογιακής τους πίστης. Ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να έχουν χρόνια να μπουν σε εκκλησία, δε νιώθουν την ανάγκη να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από την κυρίαρχη κοινωνική τάση. Ίσως για να μη νιώσουν outsiders. Ίσως ακόμα επειδή μπορεί να νιώθουν πως η δήλωση χριστιανικής πίστης ταυτίζεται με την ελληνικότητα τους.
Ακόμα και έτσι όμως, η θρησκεία παραμένει σημαντική, αλλά ταυτόχρονα και προσωπική υπόθεση του καθενός. Η συμμετοχή της χώρας στους δυτικούς θεσμούς, αποτελεί την καλύτερη εγγύηση πως η συμπόρευση Έθνους, Κράτους και Πίστης δεν υπονομεύει τις ατομικές ελευθερίες.
Πολιτισμικά, η Ελλάδα θυμίζει ένα διαχρονικό «κάβο ντόρο», όπου μια σκληρή μάζα αναμετριέται με κάθε λογής ανέμους και επιρροές. Που δεν την ανασχηματίζουν, όμως τη σμιλεύουν και σε βάθος χρόνου τη διαμορφώνουν ανάλογα με την ισχύ της κυρίαρχης κατεύθυνσης του ανέμου. Είτε άμεσα, είτε μέσω των κυμάτων που προκαλούν και τη διαβρώνουν δημιουργώντας αιχμές. Ποτέ όμως δεν παύει να είναι σκληρή, τραχιά και δύσκολη να τη χειραγωγήσει κανείς.
Ξεκάθαρα όμως, διατηρείται.
Κι’ αυτό, διότι τα συστατικά της στοιχεία έχουν δέσει και αποκτήσει δεσμούς μεταξύ τους. Δεν είναι συνεπώς, ούτε σκοταδισμός, ούτε έλλειμμα προοδευτικότητας όσα αποτύπωσε η έρευνα του Pew Research Center. Είναι απλά η εθνική μας ταυτότητα. Είναι η αποτύπωση των όσων νιώθει πως πρέπει να δηλώσει ο Έλληνας, για να αποδείξει την ταυτότητα του. Και μέσα σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας, είτε λόγω της παγκοσμιοποίησης, είτε λόγω της οικονομικής κρίσης, η ανάγκη για δηλώσεις ταυτότητας γίνεται πιο ισχυρή.
Ο φόβος για το άγνωστο που έρχεται και το άγχος του να μη μείνει κανείς πίσω, απροστάτευτος και εκτός κοινωνικού συνόλου, ωθεί τους ανθρώπους να αναζητήσουν με ένταση τις σταθερές τους. H ανασφάλεια που έφερε η υπέρβαση των συνόρων και ο φόβος για το ξένο κάθε λογής, ωθούν τους ανθρώπους σε ενδοσκόπηση. Αυτή η αναζήτηση για ταυτότητα και ρίζες στο παρελθόν, πολλές φορές λοιδορείται από εκείνους που δεν την κατανοούν ή αδυνατούν να την αποδεχθούν. Και άλλοτε, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από λαϊκιστές. Τις περισσότερες φορές όμως στην ιστορία, αποτέλεσε ένα χρήσιμο συνεκτικό δεσμό για το Έθνος.
Ναι, η Ελλάδα χρειάζεται συγκλίσεις με τη Δύση ως προς την οργάνωση της πολιτείας. Όμως καλώς ή κακώς, η πολιτική των κρατών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη θέση τους στο χάρτη. Κι’ η δική μας χώρα, ήταν και παραμένει ένας ανεμοδείκτης ισχύος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Κι’ αυτό επηρεάζει τη συνείδηση των πολιτών της.