Την πρώτη φορά που ένα Rafale πάτησε ελληνικό έδαφος, μπορώ να ισχυριστώ ότι ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Ήταν Νοέμβρης του 99′, όταν στη γιορτή της Αεροπορίας στην Τανάγρα, είχαμε κατασκηνώσει για τρεις μέρες στις εγκαταστάσεις της 331 ΜΠΚ.
Η Ελλάδα προετοιμάζονταν για μια «νέα» αγορά του αιώνα και το ενδεχόμενο να ενταχθεί η χώρα στη συμπαραγωγή του κοινού ευρωπαϊκού μαχητικού Eurofighter ήταν δελεαστικό. Οι Γερμανοί, που ηγούνταν της προσπάθειας, είχαν εγκατασταθεί στην 114 ΠΜ ήδη από την Τετάρτη, κουβαλώντας πλήθος ενημερωτικού υλικού, patches, αναμνηστικά, αλλά και ένα εξομοιωτή πτήσεων προκαλώντας χαμό. Όπως ήταν φυσικό, ως παιδιά αξιωματικών που ζούσαμε μέσα στο στρατιωτικό Αεροδρόμιο, είχαμε επισκεφθεί την έκθεση ήδη από την Παρασκευή και μπει 2-3 φορές στον εξομοιωτή πριν ανοίξουν οι πύλες της γιορτής.
Οι Γάλλοι της Dassault μάλλον αιφνιδιάστηκαν από το εύρος του PR των Γερμανών κ έστειλαν άρον άρον το δικό τους Rafale στην Τανάγρα, ένα αεροδρόμιο γνώριμο σε αυτούς, μιας και από το 1974 φιλοξενεί τα γαλλικά μαχητικά με τις -σήμα κατατεθέν- πτέρυγες σε σχήμα δέλτα. Το Rafale έφτασε τελευταία στιγμή, λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι πύλες για τους επισκέπτες (ίσως και Σάββατο πρωί) και εκτός απόν την κυριαρχική παρουσία του, η γαλλική ομάδα δεν έφερε τίποτα μαζί της που να μπορούσε να συγκριθεί με το γερμανικό show-off. Στην πραγματικότητα, το παρασκήνιο της εποχής θέλει τη γαλλική αεροπορική βιομηχανία να μην καίγεται να πουλήσει στην Ελλάδα τα Rafale, αλλά κυρίως να εξασφαλίσει την αναβάθμιση των δελταπτέρυγων 2000 στην έκδοση 2000-5.
Οι κερδισμένοι πάντως του τριημέρου ήταν οι ανυποψίαστοι περίπου 5,000 επισκέπτες της έκθεσης, που σε εποχές δίχως ίντερνετ, βρέθηκαν από καθαρά αεροπορικό ενδιαφέρον στην Τανάγρα και μπροστά στα μάτια τους εκτυλίχθηκε μια συγκλονιστική μάχη εντυπώσεων μεταξύ των δύο μαχητικών. Τα προγράμματα των δύο ομάδων είχαν στόχο να αναδείξουν τις ικανότητες των αεροσκαφών κ να κόψουν την ανάσα όσων αντίκριζαν για πρώτη φορά τέτοια μηχανικά επιτεύγματα. Και το έκαναν. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνη η αγορά δεν έγινε ποτέ. Η Ελλάδα αποφάσισε να επενδύσει στον αμερικανικό παράγοντα και το πρόγραμμα του Eurofighter δεν πήγε και τόσο καλά.
Μια δεκαετία μετά, υπηρετώντας τη θητεία μου, πήρα εντολή να πάω να υποδεχτώ ένα ζεύγος Rafale που θα έκανε μεταστάθμευση στην Τανάγρα, κατευθυνόμενο προς τον Κόλπο. Κάπου εκεί έζησα το δικό μου σοκ, μεγαλύτερο από εκείνο που είχε βιώσει στον εξωμειωτή ο 14χρονος εαυτός μου. Έχοντας τη δυνατότητα να δω το cockpit της νέας εκδοχής Rafale από κοντά, αλλά κυρίως χάζεψα με την εικόνα των δύο ιπταμένων. Δύο μελαγχρινοί Γάλλoι με στολές που ήταν μια πράσινη εκδοχή αυτών που στο δικό μου μοιάζουν έμοιαζαν με αυτές φορούσαν οι αστροναύτες, κι’ ένα κυκλικό φερμουάρ να ξεδιπλώνεται γύρω από το κεφάλι τους, να βγαίνουν σχεδόν ατσαλάκωτοι με πουκάμισα και στολή εξόδου. Όπως στις ταινίες.
Πέρα από στρατιωτική αξία όμως, η αγορά μιας μοίρας Rafale έχει κυρίως πολιτική αξία για την Ελλάδα. Μπορεί να ακούγεται εξαιρετικά εθνικά τονωτικό, πως για πρώτη φορά μετά το 1974 η Ελλάδα αποκτά ένα μαχητικό όπλο καλύτερης τεχνολογίας από τη γειτονική χώρα, όμως αυτή η διάσταση δεν είναι πιο σημαντική.
Εάν δει κανείς τις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα θα μοιράζεται την τεχνογνωσία των Rafale συγκροτούν ένα πολιτικό άξονα εξισορρόπησης ισχύος, πολύ σημαντικό για τη χώρα. Γαλλία, Αίγυπτος, Ινδία, Κατάρ έχουν στο οπλοστάσιο τους τα γαλλικά μαχητικά σε μια όχι τυχαία επιλογή του Παρισιού με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Ούτε είναι τυχαίο πως η Ελλάδα επιλέγει για τέταρτη συνεχόμενη φορά να επενδύσει στη γαλλική τεχνολογία, μετά τα Mirage F1, 2000 και 2000-5, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά γαλλική ομπρέλα προστασίας πάνω από το Αιγαίο.
Η αγορά των όπλικών συστημάτων αιχμής δεν σούπερ μάρκετ. Η ικανότητα αγοράς δεν αποτελεί το βασικό κριτήριο με βάση το οποίο οι χώρες παραγωγής αποφασίζουν το εάν θα μοιραστούν την τεχνολογία τους, αλλά συνήθως απαιτείται μια πολιτική ευθυγράμμιση. Η υπόθεση αγοράς των S-400 από την Τουρκία άλλωστε, αποτελεί το καλύτερο μάθημα.